Κεφάλαιο 17°

1K 180 69
                                    

°°Σου λέει καλημέρα γελαστό, μα σαν έρθει η νύχτα, θυμώνει και φεύγει ... Εκεί που νομίζεις πως όλα βαίνουν καλώς, εκεί έρχεται και αυτό και σε αποτελειώνει... δεν είναι η ελπίδα ούτε και η πίστη... το ονειρο είναι που σου πετάει κατάμουτρα τη πραγματικότητα... °°

Η μελωδία που έπαιζε από τα μεγάφωνα ήταν ήρεμη και απαλή. Ένας ρυθμος που ταίριαζε στο ύφος της εταιρείας και παράλληλα προσέδιδε και ένα τόνο χλιδής. Το απαλό πιάνο ξεχύθηκε στα αυτιά της σαν πέρασε τις πόρτες του κτηρίου και αυτή τη φορά, όλα ήταν διαφορετικά. Η Μυρσίνη αν και ήταν πάντα προσεγμένη στις ενδυματολογικές επιλογές της, δεν θύμιζε και πολύ τη κοπέλα που διέσχισε το λόμπυ τη προηγούμενη μέρα με τη βαλίτσα στο χέρι. Επέλεξε για την επίσημη πρώτη της μέρα, ένα μαύρο κοστούμι με λευκό πουκάμισο από μέσα ενώ τα μαλλιά της, τα έπιασε σε ένα μεσαίο κότσο αφήνοντας ελευθερες μερικές αφέλειες, πλάι στα μάτια της. Το μακιγιάζ της ήταν ελαφρύ μα υπαρκτό ενώ ο δερμάτινος χαρτοφύλακας που κρατούσε στα χέρια, της προσκομιζε ένα παραπάνω οπτικό κύρος συγκριτικά με το απλό προσωπικό.
Προχώρησε στο γκισέ και λέγοντας μια καλημέρα στον υπάλληλο εκείνος της παραχώρησε μία κάρτα κλειδί, ένα φάκελο που είχε αφήσει για εκείνη ο Ομέρ τη προηγούμενη μέρα καθώς και ένα ταμπελακι με το ονοματεπώνυμο της στα αγγλικά για το πέτο της.
Η Μυρσίνη τον ευχαρίστησε, πήρε τα πράγματα της και πήγε προς το ασανσέρ. Ο Ομέρ της είπε πως μπορούσε φυσικά να πάει σε κάθε όροφο της εταιρείας μα δεν ήταν απαραίτητο αφού στο γραφείο της είχε ήδη ένα ενσωματωμένο μηχάνημα μέσω του οποίου, κάθε δουλειά που έπρεπε να αναλάβει παρουσιαζόταν άμεσα.
Ήταν κτήρια καθώς και οικόπεδα τα οποία εντόπιζε η ερευνητική ομάδα και της τα έστελνε για μια πρώτη αξιολόγηση. Η Μυρσίνη θα τα έκρινε με βάση τα εκάστοτε στοιχεία κι αν πράγματι είχαν κάποια ενδιαφέρον , θα προχωρούσε τις διαδικασίες. Στα μόνα ακίνητα που δε θα είχε λόγο και θα έπρεπε να αξιολογήσει θέλοντας και μη από κοντά ήταν όσα της έδινε το αφεντικό και έκρινε εκείνος πως άξιζαν.

Η δουλειά αυτή στα μάτια της ήταν παιχνιδάκι μα ήξερε καλά έπειτα από τόσα χρόνια εμπειρίας πως ναι μεν έκρυβε μικρά διαμαντακια αλλά και κινδύνους. Παρόλα αυτά ένιωθε σίγουρη για τον εαυτό της και η αυτοπεποίθηση της ήταν στα ύψη χωρίς φυσικά να χάσει τη μετριοφροσύνη που την χαρακτήριζε. 

Έφτασε στον όροφο της και όπως τη πρώτη φορά έτσι και τώρα επικρατούσε ησυχία. Ο Ομέρ ήταν εκτός και θα επέστρεφε το μεσημέρι όπως την ενημέρωσε ο γραμματέας στην υποδοχή και εκείνη πιάνοντας το διάδρομο κατευθύνθηκε προς το γραφείο της.
Μόλις έφτασε έξω από τη πόρτα η ακριβώς απέναντι άνοιξε και μια κοπέλα βγήκε έξω κοιτώντας τη από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν ντυμένη με ένα μαύρο κολλητό ταγιερ, καταξανθη και ελαφρώς πιο έντονα βαμμένη.

Το Μπλέ της ΟρτανσίαςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora