Κεφάλαιο 2°

1.4K 195 77
                                    

°°Λιγη αλμύρα από τη θάλασσα για άρωμα, λίγο χώμα στα χείλη για χρώμα και με τη ψυχή στα τάρταρα, ζωγραφίζεις ένα κόσμο που κανένας πια δε σε ποναει...°°

Φύσηξε μια φορά πάνω στον αργαλειό και η σκόνη φανέρωσε τη μορφή της σαν απλώθηκε ολόγυρα χορεύοντας με τις ακτίνες του ήλιου.
Το βλέμμα της διαπέρασε κάθε άκρη και κάθε βίδα του. Κάθε σχοινακι που ήταν πιασμένο και κάθε κλωστή.

"Λοιπόν;" τη ρώτησε επίμονα

"Είναι πολύ ταλαιπωρημένος..." αποφάνθηκε η Ορτανσία ύστερα από ενδελεχή εξέταση

"Μα είναι αντίκα!"

"Το βλέπω αλλά και πάλι έξι δεκάρες είναι πολλές... Δίνω τέσσερις"

"Πέντε! Ήταν της μάνας μου και το έφερε από τη Περσία"

"Καλό είναι όσα αντικείμενα έχουν συναισθηματική αξία να τα κρατάμε γιατι δυστυχώς λόγω αυτής της αξίας, έχουμε την εντύπωση πως το κόστος τους ανεβαίνει. Το αδράχτι είναι σχεδόν τσακισμένο. Η επιδιόρθωση μονάχα θα μου κοστίσει 3 δεκάρες και θα πάρει μήνες. Ζήτημα αν το δώσω δέκα μετά. Επιμένω στα τέσσερα, λυπάμαι..."

"Μα το κουβάλησα ως εδώ..."

Η Ορτανσία ήταν γνωστή για την υπομονή και την αρετή της στο λόγο μα πλέον οι σταγόνες της υπομονής έμοιαζαν να στερεύουν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε αντιμετωπίσει παρόμοιες περιπτώσεις μα κανένας δεν επέμενε τόσο. Το κέρδος της, θα ήταν σχεδόν μηδαμινό αν το αγόρασε τέσσερις δεκάρες πόσο μάλλον να του δώσει πέντε. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και ξέροντας πως ο πατέρας της θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή στο σπίτι, δεν έβλεπε την ώρα να κλείσει και να επιστρέψει.

"Σας είπα, λυπάμαι πολύ μα μέχρι τέσσερις μπροω να δώσω..."

"Έχω ανάγκη!"

"Όλοι έχουμε ανάγκες..."

Ο άντρας αγριεψε ξαφνικά και πιάνοντας τις άκρες από τον αργαλειό το χτύπησε κάτω στο τσιμέντο

"Πέντε και φεύγω!" ανέβασε το τονο του

"Δεν ενδιαφέρομαι. Φύγετε σας παρακαλώ"

"Δε πάω πουθενά! Το κουβάλησα ως εδώ!"

"sözden almazsan, eylemden alırsın..." (Αν δε παίρνεις από λόγια θα πάρεις από πράξεις) μια γνώριμη φωνή, ένα αρπαγμα αμέσως μετά και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου ο Οζούλ μπουκαρε στο μαγαζί αδιαφορώντας για όλους και όλα και αρπάζοντας τον από το γιακά, τον έβγαλε έξω.

Το Μπλέ της ΟρτανσίαςWhere stories live. Discover now