Κεφάλαιο 14°

968 178 24
                                    

°°Λιθοι πολύτιμοι μαργαριτάρια και χρυσάφι .... Μα πρόσεχε... πειρατές υπάρχουν παντού ολόγυρα μας... Τα πάντα έρχονται με ένα κόστος ...°°

Το λευκό της φουστάνι σερνόταν στο χωμάτινο σοκάκι και οι άκρες του ξεφτισαν,  έχασαν την αγνότητα τους και βάφτηκαν στο καφέ...
"Πιο γρήγορα!" η φωνή δεν είχε πρόσωπο μα σαν την άκουσε άρχισε να τρέχει γρηγορότερα. Η διαίσθηση της ούρλιαζε έναν κίνδυνο που πλησίαζε από άγνωστη κατεύθυνση ώσπου βγαίνοντας από το σοκάκι ,βρέθηκε σε μια πλατεία κατάμεστη με κόσμο.
"Φύγε! Γρήγορα! Κρύψου!" Η φωνή ακούστηκε ξανά και εκείνη άρχισε να σπρώχνει τρομαγμένη το κόσμο ολόγυρα της. Μερικοί φορούσαν τσεμπέρια στο κεφάλι, άλλοι είχαν μαντηλες, όλοι όμως έδειχναν νεκροί...
Ίχνος ζωής δεν έβγαινε από τα μάτια τους. "Μη κοιτάξεις πίσω!"
Η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπά και η ανθρώπινη φύση της, ανάγκασε τα πόδια της να σταματήσουν...
"Τρέχα!"
Τίποτα...
Με τα πόδια στηλωμενα στο έδαφος, γύρισε φοβισμένη το κεφάλι προς τα πίσω και βλέποντας το θέαμα, τρανταχτηκαν τα μέσα της. Τα χείλη άνοιξαν για να κραυγασουν μα η φωνή ήταν χαμένη.
Πενήντα μαχαίρια καρφωμένα πάνω σε ένα ανθρώπινο κορμί και εκείνος σερνοταν προς το μέρος της. Δεν ήταν ικανή να δει το πρόσωπο του γιατί τη θέση του είχαν πάρει τα αίματα μα εκείνος σερνόταν και ολοένα και τη πλησίαζε...
Προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια της μα εκείνα δεν αντιδρούσαν στην εντολή
"Κρύψου..." Η φωνή ψιθύρισε αυτή τη φορά "Σαν σε βρει το φως, θα καταλήξεις σε αυτό που κρύβεται από πίσω... Στο σκοτάδι... Τρέχα Μυρσίνη! Τρέχα!" Τσιριξε μέσα στα αυτιά της αξαφνα και πάνω που ο αιμόφυρτος άντρας άπλωσε το χέρι κατά πάνω της, τα πόδια της έπαψαν να είναι πετρωμενα. Γύρισε από την αντίθετη κατεύθυνση και άρχισε να τρέχει προς το άγνωστο ακούγοντας γέλια και φωνές να τη κυνηγούν...
Ήταν σίγουρη πως εκείνος ο άντρας ήθελε να τη σκοτώσει και βρίσκοντας ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο που έμοιαζε με μαγαζάκι χώθηκε εκεί μέσα ψάχνοντας για καταφύγιο...
Ξάφνου όλα σώπασαν...
Έπεσε στα γόνατα και κάθισε κόντρα στο γκρεμοτσακισμενο τοίχο πίσω της ώσπου η ανάσα της άρχισε να αχνιζει...
Ένας αμυδρός λευκός ψυχρός αέρας έβγαινε από τα σωθικά της και εκείνη έχοντα το βλέμμα κολλημένο στη τσακισμένη πορτα, κοίταζε τρομαγμένη.
"Φύγε..." ο ψίθυρος έσκασε ακριβώς μέσα στο αυτί της και γυρίζοντας τρεμάμενη το κεφάλι , είδε τον αιμόφυρτο άντρα κολλημένο δίπλα της και τσιριξε με όλη της τη δύναμη...
"Τρέχα! Φύγε από δω!" της φώναξε δυνατά μα δεν είχε δύναμη να σηκωθεί. Σαν να τη κρατούσε ένα αόρατο χέρι κολλημένη κάτω. Για πρώτη φορά έβλεπε το πρόσωπο του και σείστηκαν τα μέσα της ενώ σαν κατάλαβε πως ο ψίθυρος ήταν ο ίδιος, έβαλε τα κλάματα
"Θα σε φάνε εδώ...! Φύγε Μυρσίνη! ΦΥΓΕ!" ο άντρας ούρλιαζε στο πρόσωπο της ενώ οι φωνές ολοένα και δυνάμωναν απ' έξω. Μα εκείνη ούτε γύρισε στη πόρτα... Έμεινε να κλαίει και να τον κοιτάζει. Τα μαχαίρια ήταν κολλημένα σε κάθε σημείο του κορμιού του ακόμα και στο πρόσωπο. Η εικόνα τρομακτική και η αίσθηση οδυνηρή. Ένα φως έλαμψε αξαφνα από την είσοδο και εκείνος μπήκε μπροστά της.
"Μην εμπιστεύεσαι το φως!!! ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΤΟ ΦΩΣ!!" Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν τεράστια και άφησε πίσω της μονάχα λίγη χρυσή σκόνη να χορεύει στον αέρα...
Είδε ξάφνου ένα χέρι να ξεπροβάλλει μα δεν είχε σώμα...
Ήταν δυνατό... Γεμάτο φλέβες...
Ένιωσε το κορμί της ικανό να σηκωθεί και στηρίζοντας τη πλάτη της στο τοίχο, στάθηκε όρθια.

Το Μπλέ της ΟρτανσίαςWhere stories live. Discover now