Κεφάλαιο 30°

1K 195 60
                                    

°°Καποιοι εικάζουν πως η ζωή είναι ένας αιώνιος κυκλος. Ότι δεν έδωσε, το δίνει μετά και ότι έδωσε το παίρνει με το πιο βάναυσο τρόπο μετέπειτα...°°

Σμύρνη έτος 1923

Μύριζε φραγκοστάφυλο ολόκληρος ο μαχαλάς. Οι έμποροι είχαν αραδιασει τη πραμάτεια τους στα δεκάδες σεντόνια ανά τον δρόμο ενώ δεν έλειπε και εκεί η η ευωδία από τον ολοφρεσκο καβουρδισμένο καφέ. Με κεφάλι σκυφτό, σκυθρωπός και λυπημένος , προσπερνούσε το κόσμο δίχως να κοιτάζει. Ήταν στεναχωρημένος.
Πονούσε βαθιά στη καρδιά μα ποιος θα έδινε σημασία σε ένα τρελό ελληνόπουλο που ξέμεινε εκεί μετά τη καταστροφή;
Δεν είχε μάνα, ούτε πατέρα. Δεν είχε κανένα συγγενή και μια ζωή είχε μάθει να είναι ο χαμάλης όλων. Πολλοί έλεγαν πως ήταν καθυστερημένος ενώ άλλοι αδιαφορούσαν και απλά του πετούσαν λίγα κομμάτια ξηρό ψωμί για να βγάζει τη μέρα.
Φτάνοντας έξω από το παλιό αρχοντικό των Ασλάνογλου, σταμάτησε. Κοίταξε τη σάπια σχεδόν κληματαριά και λυπήθηκε η ψυχούλα του. Αν ήταν εκεί η Ορτανσία θα ήταν καταπράσινη και το καμάρι όλου του μαχαλά μα τώρα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ξερά κλαδιά μπλεγμένα με τα σίδερα.
Έσυρε τη πόρτα και μπήκε στην αυλή.
Όλα ήταν εκεί...
Όπως ακριβώς τα παράτησαν σαν έτρεξαν αξαφνα προς τις βάρκες.
Λυπόταν τόσο πολύ που φοβήθηκε και κρύφτηκε στις σπηλιές... Ένιωθε πως δείλιασε και εκείνος μέσα του ηξερε πως δεν ήταν δειλός. Ήταν απλά μόνος...
Γύρισε το κεφάλι, κοίταξε την απέναντι ταράτσα και αναστεναξε βαθιά. Πιο βαθιά από κάθε άλλη φορά...
Εκεί που κάποτε έβλεπε τις ατέλειωτες μπουγαδες της Ζηλό, τώρα υπήρχαν εξίσου ξεραμένα φυτά στις γλαστρες και ξεσκισμενα από τον αέρα πανιά.
Ερήμωσε το σπιτικό τους σαν πέθανε από το καημο...
Ο Οζούλ ήταν στο χώμα, εκείνη πλάι του, και ο αδερφός του μπάρκαρε στα καράβια για να ξεχάσει το πόνο. ορφάνεψε από τα πάντα...
Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Αν και οι Τούρκοι κατά την εισβολή μπήκαν στο σπίτι, δεν πήραν πολλά. Ίσα ίσα τα χρυσάφια που έτυχε να αφήσουν πίσω και όλα τα κουζινικα για να τα λιώσουν.
Η γειτονιά ήταν από τις ελάχιστες που διασώθηκαν από τη μεγάλη φωτιά που είχε ξεσπάσει κατά μήκος της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και της Αρμενικής. Όλοι είχαν καεί. Όλοι όσοι πεισμωσαν και δεν άφησαν τα εδάφη τους, έγιναν στάχτη και μπουρμπερη... Άντρες γυναίκες, παππούδες παιδιά...
Κίνησε προς τη πόρτα και σαν μπήκε μέσα είδε ένα χάος. Μέχρι και τις κουρτίνες είχαν ξεσκίσει και όσες έμεναν πλέον στη θέση τους, έμοιαζαν με μπλεγμένους ιστούς αράχνης.
Καιρό ήθελε να πάει μα δε το άντεχε...
Ξέροντας πως απέναντι ακριβώς θα έβλεπε μια χαροκαμενη μάνα, πονούσε η ψυχή του. Μα τώρα αυτή η μάνα ήταν στο χώμα πλάι στο γιο της και ένιωθε πως εκείνος είχε το κρίμα στο λαιμό του για το θάνατο της.
Φύσηξε τη σκόνη από το τραπέζι της κουζίνας, τράβηξε τη σκοροφαγωμενη καρέκλα και κάθισε δακρυσμένος.
Δεν ήταν τρελός. Δεν ήταν καθυστερημένος. Μόνος ήταν και κατάντησε η παραδουλεύτρα όλων και κυρίως του Βασίλη...
Δεν είχε παράπονο όμως ποτέ...
Πάντα είχε ένα ζεστό πιάτο φαγητό που φρόντιζε η Ορτανσία να του δίνει και φυσικά κοιμόταν στην αποθήκη του μαγαζιού οπότε ήθελε.
Το λιγότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να τους το ανταποδώσει δουλεύοντας για αυτούς...
Συντετριμμένος από τις δεκάδες θύμησες και έχοντας νιώσει το ουρλιαχτό να κατακλύζει τη ψυχούλα του, έβγαλε ένα τεφτερακι από τη τσέπη και ένα μολύβι.
Έβγαλε ένα σουγιαδακι που είχε , εξυσε με αυτό το μολύβι και ύστερα άνοιξε το τεφτέρι...
Μια νέα ζωή άρχιζε για εκείνον και ήθελε να κλείσει το κύκλο...
Ήθελε να κάνει τη δική του οικογένεια πια δίχως άλλες τύψεις για το παρελθόν. Δεν υπήρχε παπάς να εξομολογηθεί όσα είδαν τα ματάκια του κατά καιρούς μα τούτη η κίνηση ήταν η δική του εξομολόγηση...
Είδε αγάπη...
Είδε φόβο....
Είδε φονικά...
Είδε εξευτελισμό...
Είδε βιασμό....
Όλα τα είδαν τα αθώα του μάτια και η γλώσσα του από τη ντροπή δέθηκε κόμπος...
Να που όμως, μια γυναίκα τον αγάπησε...
Μια μικρή Τουρκάλα πίστεψέ πως δεν ήταν τρελός ο Λευτεράκης...
Ήταν απλώς πονεμένος...
Έπιασε γερά το μολύβι, κοίταξε τη λευκή σελίδα και άφησε το πρώτο δάκρυ να πέσει...
Όλα θα τα έγραφε...
Όλα οσα πονούσαν τη ψυχή του και όλα όσα θεωρούσε πως έγιναν αμαρτίες στους ώμους του γιατί ποτέ δε μίλησε από φόβο...
Η ψυχή είχε ανάγκη να ξαλαφρώσει και ο μόνος τρόπος ήταν να τα βγάλει όλα σε λίγες σελίδες χαρτί και να ξεκινήσει τη νέα του ζωή δίχως όλο εκείνο το κακό που έστειλε ο διάολος στο διάβα του.
Δεν είχε κάποια σειρά... Ξεκίνησε απλά από τη πιο δυνατή του ανάμνηση...

Το Μπλέ της ΟρτανσίαςWhere stories live. Discover now