Κεφάλαιο 53°

836 163 12
                                    

°°Ενα ταξίδι στο παρελθόν...°°

"Ουάου... Δες αυτό..." κρατούσε μαγεμένη στα χέρια της ένα κατσαρολάκι από τσίγκο το οποίο είχε σφυρηλατημένο στη βάση το όνομα Ισίκ. "Όλα αυτά κοστίζουν μια συναισθηματική περιουσία ανεκτίμητης αξίας Γιαμάν...Κοίτα και αυτό! Θεουλη μου!" Έσκυψε πλάι από τη μεντεμενια ξυλόσομπα και έβγαλε κάτι σαν εργαλείο. "Και μετά λένε πως έχει προχωρήσει η τεχνολογία! Είμαι σίγουρη πως αυτό τα έκανε όλα σε ένα στη σόμπα. Έχει μέχρι και σφουγγάρι καθαρισμού. Φαγωμενο μεν αλλά σφουγγάρι..." Ο Γιαμάν καθόταν σε μια γωνιά και τη κοίταζε . Έμοιαζε με ένα μικρό παιδί που το αφήνεις ελεύθερο σε παιχνιδοτοπο. Ποτέ πριν δεν είχε δει τα αντικείμενα εκείνου του σπιτιού όπως του τα παρουσίαζε η Μυρσίνη "Πως νιώθεις σκεπτόμενος πως σε αυτά τα σανίδια περπατούσαν κάποτε οι πρόγονοι σου; Ίσως κοιμήθηκαν σε αυτά... Ίσως κάποιος κρατούσε ένα πιάτο με σούπα και εκείνο έπεσε... Από τα σανίδια μέχρι τα κεραμίδια , τούτο το μέρος όπως και το απέναντι, φωνάζουν ιστορία... Δε ξέρω πως να το εξηγήσω μα κάθε φορά που τύχαινε από μικρή να πάω σε μουσείο, με έπιανε ένα δέος. Πόσο μάλλον όταν πλέον μπορω να βρίσκομαι μέσα σε ένα από αυτά..." Η Μυρσίνη σχεδόν μονολογούσε και εκείνος φυσικά την άφηνε. Ήταν πρωτόγνωρο άλλωστε να βλέπει μια γυναίκα να θαμπώνεται όχι από το χρυσό και τη χλιδή, μα από τη παλαιότητα και την απλή πράσινη μούχλα...

"Θέλεις να πάμε και απέναντι;" τη ρώτησε "Φαντάσου αυτά τα δύο σπίτια ενωμενα κάτω από μια σκέπη ύστερα από τόσα χρόνια και ύστερα από τόση ιστορία... Ίσως τελικά μέσα από αυτό να βρεθεί και η λύτρωση..."

"Το πιστεύεις αυτό;" Του είπε λυπημένη κοιτώντας γύρω της "Πέθαναν τόσο άδικα και άδοξα και οι δύο Γιαμάν... Δεν έζησαν τίποτα. Το νήμα του έρωτα τους κόπηκε βίαια και μάλιστα στο τέλος αυτός που το έκοψε ήταν το ίδιο τους το αίμα... Πόσο σπαρακτικό θεέ μου..."

"Είναι... Αν σκεφτείς πως μια μάνα έδωσε τη κόρη της, στο βιαστή της και την ίδια στιγμή η αγάπη της ζωής της ήταν στο χώμα ξεκοιλιασμενη από δική τους εντολή..."

"Πόσο σκληρά χρόνια θεέ μου..." Τον κοίταξε δακρυσμένη και αναστεναξε παίρνοντας το δρόμο για τον άλλοτε κήπο με εκείνον να την ακολουθεί.

"Ακόμα είναι gözlerim.... Ίσως όχι με εκείνο το μακάβριο χυδαίο τρόπο μα ακόμα είναι... Απλώς τώρα δρουν ακόμα πιο πισώπλατα. Δεν έχουν ίχνος τσιπας..." Της είπε και φτάνοντας πλάι της, επιασε σφιχτά το χέρι της και απο τη δική του γη, πέρασαν στη δική της...

Το Μπλέ της ΟρτανσίαςWhere stories live. Discover now