Η κατάσταση ειναι κάπως ετσι αλλά βράδυ
Στήνουμε τις καρέκλες, καθομαστε και ο Άγγελος ανοίγει το μπουκάλι με το κρασί. Γυρίζω και τον παρατηρώ, το μόνο φως που πέφτει στο πρόσωπο του ειναι αυτό του φεγγαριού. Και πραγματικά τον κάνει ακόμη πιο ομορφο από ότι ειναι. Και όχι μόνο αυτό. Και μόνο που ειναι τόσο γλυκος απέναντι μου όταν το χρειάζομαι, κάνει το στομάχι μου να σφίγγεται όταν ειμαι κοντα του. Νιώθω ότι έχω έναν ανθρωπο διπλα μου που νοιάζεται πραγματικά. Και αυτό ειναι κάτι που δεν έχω νιώσει και πολύ στην ζωή μου.
Άγγελος: γκουχου, λοιπόν ξεκινάω (λέει και τον κοιτάζω απορημένη)
Εγώ: τι ξεκινάς; (Ρωταω ακριβώς αυτό που σκεφτομαι)
Άγγελος: γιατί νομίζεις σε έφερα εδώ και αφησα το ζεστό κρεβατακι (λέει και γελαω)
Εγώ: δεν ξέρω, γιατί;;
Άγγελος: γιατί θα μιλήσουμε! Και θα ξεκινήσω εγώ (λέει και πίνει μια γεναιοδωρη ποσότητα κρασιού ενώ τον βλέπω αρκετά σφιγμένο)POV Άγγελος
Την έφερα εδώ για να μου ανοιχτεί και να ηρεμήσει. Αλλά για να την βοηθήσω να μου ανοιχτεί. Θα της ανοιχτώ εγώ πρώτος. Και ίσως ετσι νιώσουμε καλύτερα και οι δυο. Δεν ξέρω γιατί επηρεάστηκα τόσο που την ειδα ετσι. Ίσως γιατί βαθιά μεσα μου και εγώ ετσι νιώθω. Νιώθω περίεργα. Δεν πίστευα ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα μιλουσα ποτε σε κάποιον για το παρελθόν μου. Και δεν ξέρω αν νιώθω έτοιμος. Όμως τώρα με κοιταει. Και περιμένει. Όσο σκεφτομαι αυτά πινω αρκετό από το κρασί που πήρα και την κοιτάω μέχρι να νιώσω έτοιμος. Ειναι πολύ ομορφη. Το φως του φεγγαριού φωτίζει το πραγματικά αψεγάδιαστο πρόσωπο της. Νιώθω ότι μόνο αυτή θα με καταλάβει. Και θα προσπαθήσω να την καταλαβω και εγώ. Και τότε θα νιώσουμε και οι δυο καλά. Ναι αυτό πρέπει να γίνει. Σκεφτομαι και παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσω να μιλάω.
Εγώ: όπως ξερεις ειμαι 22. Μπήκα στην ομάδα μας από τα 17, και εσυ από τα 15 αν δεν κάνω λάθος (λέω και κάνω μια παύση και βλέπω πως κουνάει το κεφάλι της θετικα)
Εγώ: στα 17 λοιπόν όλα τελείωσαν από την παλιά μου ζωή. Και ξεκίνησα την νέα μου ζωή μόνος μου.
Καμελια: τι εννοείς; (Με ρωτάει και με κοιτάζει μεσα στα μάτια. Βλέπω και νιώθω ότι έχω το 100% της προσοχής της)
Εγώ: από τότε που θυμαμαι τον εαυτό μου η οικογένεια μου ήταν ένα χάος. Για αυτό το χάος ευθυνόταν ο μαλακας ο πατέρας μου. Είχα μια μικρότερη αδερφή, την Άννα. Ήταν στην ηλικία σου. Ξερεις ότι δεν ζει πια. Επίσης η μαμά μου, ήταν μια πραγματικά πανεμορφη γυναίκα. Και απίστευτα γλυκιά. Ειλικρινα καλος άνθρωπος με ολους. Παντα την θυμαμαι να βλέπει το καλό σε κάθε ανθρωπο και να ελπίζει. Αυτό το καλό προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι υπάρχει ακόμη μεσα και στον μπαμπα μου. Αλλά δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε κανένα καλό μεσα σε αυτό το σκουπίδι. (Λέω ψυχρά και η καμέλια φέρνει την καρέκλα της μπροστά στην δικιά μου. Κάθεται οκλαδόν και μου πιάνει τα χέρια. Κάτι που παραδοξεως δεν με ενοχλεί καθόλου. Γιατί αν έκανε αλλος αυτή την κίνηση θα ένιωθα ότι με λυπάται και θα νευριαζα. Αλλά τώρα δεν νιώθω ετσι. Κοιταζόμαστε για λίγο και μου κάνει νόημα με το κεφάλι της σαν να μου δίνει το ελεύθερο να συνεχίσω να μιλάω. Εκείνη ξεκινάει να μου χαϊδεύει τα χέρια)
Εγώ: ο πατέρας μου δεν ξέρω αν ήταν παντα κακός άνθρωπος. Όμως εγώ μόνο τέτοιες αναμνήσεις είχα από αυτον. Δεν ξέρω αν έκανε ποτε χαρούμενη την μαμά μου. Λογικά την έκανε για αυτό και παντρεύτηκαν. Όμως εγώ την μαμά μου μόνο με δάκρυα στα μάτια την έβλεπα.
Από τότε που θυμαμαι τον εαυτό μου δεν πήγαμε ποτε διακοπές. Ποτε για ένα φαγητο. Ποτε δεν είχαμε κόσμο στο σπιτι. Ποτε δεν γιορτάζαμε γενέθλια και γιορτές. Παντα θυμαμαι φασαρίες. Θυμαμαι τον μπαμπα μου να ειναι αυτοκαταστροφικός. Κατέστρεφε τον εαυτό του αλλά και τους γύρω του κάθε μέρα. Ήταν δυστυχισμένος. Τώρα το ξέρω. Όμως δεν έκανε τιποτα για να το αλλάξει αυτό. Έπινε. Έπινε πολύ. Έκανε δουλειές του ποδαριού ίσα ίσα για να έχουμε ένα πιάτο φαγητο και για να χαρτοπαιζει. Να χαρτοπαιζει και να χάνει κάθε βράδυ με αποτέλεσμα να έχει νεύρα, να πίνει και να ξεσπάει πάνω μας. Πρώτα πάνω στην μαμά μου γιατί έμπαινε μπροστά μας όσο είμασταν ακόμη μικρά. Και έπειτα και σε εμάς. Όταν πηγαίναμε να παίξουμε έξω στην αυλή με την αδερφή μου ή με αλλά παιδακια νευριαζε και πάλι μας χτυπούσε. Όλη μου η ζωή ήταν ένα άγχος. Αγχωνόμουν να περάσω την πορτα του σπιτιού. Αγχωνόμουν για την μαμά μου, την αδερφή μου, αλλά και για μένα. Ήμουν ευάλωτος. Μικρός, δεν μπορούσα να κάνω τιποτα. Μεγαλώνοντας το συναίσθημα αυτό δεν άλλαξε. Από τα δεκαπέντε μου πια άρχισα να έχω άλλο σώμα. Άρχισα να μεγαλωνω. Όταν πήγαινε να χτυπήσει την μαμά και την αδερφή μου έμπαινα εγώ μπροστα. Είχε έρθει η αστυνομία σπιτι μας αρκετές φορές. Αλλά τιποτα δεν άλλαζε. Η μαμά μου δεν έπαιρνε απόφαση να μας πάρει και να φύγουμε όποτε και η αστυνομία δεν έκανε τιποτα. Όχι ότι κάνει και ποτε. Για να μην τα πολυλογώ. Μια μέρα ενώ εγώ ήμουν σχολείο, όλη η οικογένεια μου είχαν πάει στο σούπερ μαρκετ. Είχε πάει και ο μπαμπάς μου μαζί γιατί ήθελε να πάρει ποτά. Στον γυρισμό τράκαραν και σκοτώθηκαν όλοι. Ήρθε η αστυνομία στο σχολείο και με πήραν. Όταν τελείωσε όλο αυτό δεν πήγα σε ίδρυμα γιατί ζούσε η γιαγια μου και εμεινα μαζί της δυο χρόνια ώσπου πεθανε και αυτή. Στα 17 λοιπόν είχα μείνει μόνος μου και κάπως με προσέγγισε ο αρχηγός. Από τότε ειμαι στην ομάδα μαζί σας.Και αυτή ήταν η ιστορία του αγγελου, πως σας φαίνεται; Νομίζω ότι τώρα εξηγούνται πολλά για τον χαρακτήρα του. Αν σας αρεσε το κεφάλαιο μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστερακι🤍 δυσκολεύτηκα ψυχολογικά να ξεκινήσω αυτό το κεφάλαιο όποτε ελπίζω να το απολαύσετε
CITEȘTI
Τι σκατά κάνουμε;
Ficțiune adolescențiΚαμέλια: Μία πανέμορφη κοπέλα 20 χρόνων. Με καστανόξανθα μαλλιά και γκρι μάτια. Υπέροχο σώμα και όμορφα τατουαζ. Όλοι την θέλουν. Απίστευτα σκληρή εξαιτίας του δύσκολου παρελθόντος που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει. Μέλος μιας ομάδας που λαμβάνουν μέρ...