Part 34♥️

235 9 0
                                    

Σταματαω να μιλάω και την κοιτάζω. Δεν μπορώ να προσδιορίσω το βλέμμα της.
Εγώ: αυτή ήταν η ιστορία μου (λέω και κοιτάζω κάπου αλλου ενώ εκείνη ακόμη δεν έχει αφήσει τα χέρια μου)
Καμέλια: ήθελες να έρθουμε εδώ για να σου μιλήσω ετσι;
Εγώ: ναι. Και πιστευω ότι το πιο τίμιο θα ήταν να σου μιλήσω και εγώ. Να σε βοηθήσω. Και ίσως ετσι να νιώσω και εγώ αλλά και εσυ καλύτερα. Ίσως ειναι καλό να μοιραστείς την ιστορία σου. Ετσι λένε όλοι. Ότι νιώθεις καλύτερα.
Καμέλια: τότε θα το κάνουμε σωστα (λέει και την κοιτάζω με απορία)
Εγώ: τι εννοείς;
Καμέλια: εννοώ ότι χαίρομαι που μπόρεσες να μου πεις την ιστορία σου. Αλλά δεν μου μετέφερες το πως νιώθεις για όλο αυτό. Μου εξεφρασες απλα το μίσος για τον πατέρα σου και το άγχος που ένιωθες. Πες μου πως νιώθεις τώρα. Ψάξε πως νιώθεις για όλο αυτό μετά από τόσα χρόνια. Ίσως ετσι νιώσουμε οντως καλύτερα. (Λέει και συμφωνώ όμως αυτό με ζορίζει ακόμη παραπανω)

Εγώ: δεν ξέρω πως νιώθω. Ε νομίζω έχω θυμο για την μαμά μου. Την αγαπούσα πολύ. Όμως δεν ήταν σωστό πρότυπο. Είχε το θάρρος να μπει μπροστά για να μην μας χτυπήσει ο μπαμπάς όμως δεν είχε το θάρρος να μας πάρει και να φύγουμε. Όλα θα ήταν αλλιώς! Αυτό επρεπε να κάνει! Η αδερφή μου θα ήταν μαζί μου τώρα. Δεν θα την αφηνα να μιλάει με αγόρια και θα γκρίνιαζε. Θα τρώγαμε και θα παλεύαμε. Θα μαλωναμε. Όλα θα ήταν αλλιώς. Η αδερφή μου ήταν η αδυναμία μου. Προσπαθούσα να κανω αυτες τις δύσκολες στιγμές που περνούσαμε στο σπιτι, όσο πιο ευχάριστες γίνετε για εκείνη. Ήθελα να ήταν χαρούμενη. Να μην μεγαλώσει όπως εγώ. Όποτε νευριάζω και μαζί της που μπήκε σε αυτό το γαμημενο το αυτοκίνητο εκείνη την μέρα και πήγε μαζί τους στο σούπερ μαρκετ και χάσαμε όλες αυτες τις στιγμές. Και πάνω από όλα νιώθω θυμό για τον μπαμπα μου. Οχι θυμό που μας χτυπούσε. Αλλά θυμο που δεν μπορεσε να σταθεί στα πόδια του, να γίνει σωστό πρότυπο. Να περάσει καλά στην ζωή του. Να κάνει χαρούμενο τον εαυτό του και την οικογένεια του. Μου λείπει η αδερφή μου και η μαμά μου πολύ. Ήταν τόσο αγνές. Αλλά μόλις έμαθα οτι σκοτώθηκαν και όταν τελείωσε όλο αυτό το χάος, ντρέπομαι, αλλά ένιωσα ανακούφιση. Νιώθω περίεργα με αυτό. Αλλά πλέον ήμουν ελεύθερος. Χωρίς άγχος. Χωρίς ξύλο, χωρίς να στεναχωριέμαι για την μαμά μου και την αδερφή μου και να νιώθω άχρηστος που δεν μπορώ να τις προστατέψω ενώ ειμαι απλά 15 χρόνων! Χωρίς φόβο. Αλλά η θλίψη του χαμού της μαμάς μου και της αδερφής μου ήταν επίσης μεγάλη. Για τον θάνατο του μπαμπα μου πέρα από ανακούφιση δεν ένιωσα χαρα. Ούτε δικαίωση. Ήταν απλά ένα κενό. Αυτά νομίζω. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. (Λέω και δεν την κοιτάζω στα μάτια. Όσο τα ελεγα αυτά ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο μου χωρίς να το καταλαβω. Η καμέλια σήκωσε το χέρι της και μου το σκούπισε)
Καμελια:τώρα πως νιώθεις; (Λέει ενώ μου χαϊδεύει το μάγουλο ενώ και τα δικά της μάτια ειναι έτοιμα να σταξουνε, πραγμα που μου σφίγγει το στομάχι γιατί βλέπω πως επηρεάστηκε από όσα ειπα)
Εγώ: νιώθω πραγματικά ανακούφιση (λέω περίεργα και το εννοώ. Δεν το περίμενα αλλά ένιωσα πραγματικά ένα βάρος να έφυγε από την ψυχή μου)
Καμέλια: ειλικρινα χαίρομαι (λέει με ένα αχνό χαμόγελο και παίρνει το χέρι της από το μάγουλο μου)

Εγώ: λοιπόν, και τώρα η σειρά σου (της λέω με ένα χαμόγελο και της δινω το μπουκάλι με το κρασί)


POV Καμέλιας

Άγγελος: λοιπόν, και τώρα η σειρά σου (μου λέει με ένα χαμόγελο και μου δίνει το μπουκάλι με το κρασί)

Πινω και εγώ αρκετή ποσότητα από το κρασί και παίρνω μια βαθιά ανάσα.

Εγώ: και εγώ όπως και εσυ δεν θυμαμαι ποτέ να ειμαι σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον. Αλλά και από τις δυο πλευρές. Δεν ήταν σωστή ούτε η μαμά μου ούτε ο μπαμπάς μου. Όπως ξερεις και εγώ είχα έναν αδερφό που δεν ζει πια. Τον ορεστη. Ο ορεστης για μένα ήταν ειλικρινα τα παντα. Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος. Ξέρω τι λένε για τα αδέρφια. Ότι μαλωνουν όλη μέρα. Όμως εμείς δεν είμασταν ετσι. Ίσως επειδή η οικογένεια μας ήταν ένα χάος, εμείς είμασταν παντα μαζί. Προσπαθούσε να με κάνει να χαμογελάσω όταν έκλαιγα εξαιτίας τους. Το μισω που δεν πέθανα εγώ αλλά αυτος (λέω και αρχίζουν δάκρυα να φεύγουν από τα μάτια μου)
Άγγελος: έι ηρεμησε (μου λέει και με βάζει στην αγκαλια του ενώ μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και απομακρύνει τα δάκρυα μου από το πρόσωπο μου με το χέρι του. Μετά από λίγο βγαίνω από την αγκαλια του και συνεχίζω)

Εγώ: οι γονείς μου ήταν πρεζακια. Δεν ξέρω από ποτε. Δεν ξέρω γιατί. Ξέρω απλά ότι δεν νοιαζόταν για τιποτα άλλο. Μέχρι και εμάς έστελναν να πάμε να βρούμε την δόση τους. Ουτε εμεις γιορτάζαμε κάποια γιορτή σπίτι μας. Με το ζόρι θυμόμουν ότι έχουμε γενέθλια απλά και μόνο γιατί το θυμόταν ο αδερφός μου και μου έλεγε χρόνια πολλά. Όπως και εγώ θυμώνουν τα δικά του. Ο μπαμπάς μου χτυπούσε συνέχεια τον ορεστη. Και εμένα με χτυπούσε η μαμά μου. Ο Ορέστης δεν είχε αφήσει ποτέ τον μπαμπά μου να φτάσει να χτυπήσει και εμένα. Δεν με ένοιαζαν τα χτυπήματα της μάνας μου. Ήμουν τόσο αγχωμένη για το τι τραβάει ο ορεστης που αλήθεια δεν ένιωθα καν τον πόνο. Και δεν ήθελα και να δει ο ορεστης ότι πονάω γιατί ξέρω ότι θα ένιωθε χειρότερα. Μακάρι να χτυπούσαν μόνο εμένα. Δεν του άξιζε. Ο ορεστης είχα φτάσει πια 15 χρόνων και μπορούσε και αυτός να χτυπήσει τον μπαμπά μου. Όμως μια μέρα. Μάλωναν στην άκρη της σκάλας και ο μπαμπάς μου τον έσπρωξε. Ο ορεστης δεν μπόρεσε να κρατήσει την ισορροπία του και έπεσε από την σκάλα και βρέθηκε γεμάτος αίματα στο κεφάλι, μπροστά σε εμένα και την μαμά μου που μαλωναμε και εμεις κάτω. Μόλις τον είδα σταμάτησε ο χρόνος. Έσπρωξα την μαμά μου και έπεσα πάνω στον ορεστη και άρχισα να φωνάζω. Δεν είχε καμία επαφή. Είχε ήδη πεθάνει.






Αυτό ήταν το κεφάλαιο για σήμερα, ελπίζω να σας άρεσε! Στο επόμενο θα δούμε την συνέχεια της ιστορίας της Καμέλιας! Αν σας άρεσε μην ξεχάσετε να πατήσετε το αστεράκι🤍

Τι σκατά κάνουμε;Where stories live. Discover now