Κεφάλαιο 2ο

724 59 13
                                    


Η αλμύρα της θάλασσας είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα στις μπούκλες της, κάνοντάς τες να κολλάνε μεταξύ τους. Ο λαιμός της ήταν λες και είχε την υφή υαλόχαρτου και με κάθε μίλι η καρδιά της βάραινε όλο και περισσότερο. Η κοπέλα δεν είχε νιώσει ακόμα την απώλεια σε όλο της το μεγαλείο.

Τους χειμώνες που το νησί ερήμωνε και μετά τον θάνατο του παππού Θεμιστοκλή, η κυρ' Αφροδίτη έμενε μονή της. Η Θέμις την επισκεπτόταν συχνά στις διακοπές της ως παιδί τα Χριστούγεννα και κάθονταν αγκαλιασμένες δίπλα στην φωτιά, ατελείωτες ώρες. Νοσταλγούσε ήδη τις συζητήσεις που έκανε με την γιαγιά της και το γεγονός ότι γέμιζε το κεφάλι της με όνειρα και προσδοκίες.

Η κυρ' Αφροδίτη απεχθανόταν τον Κομφορμισμό και προσπαθούσε να υιοθετήσει και η τότε μικρή Θέμιδα τις ιδεολογίες της. Η κοπέλα θυμόταν ακόμα χαρακτηριστικά ένα βράδυ που είχαν πιάσει την κυρ' Αφροδίτη τα διαόλια της, μερικές βδομάδες μετά τον θάνατο του άντρα της. Παράξενα πλάσματα οι άνθρωποι, της είχε πει τότε, τους κάνουν όλους πέρα, καταντάνε μοναχοί και πρέπει να συμβεί κάτι τρομερό για να ταρακουνηθούν. Γι'αυτό και βρίσκω τις κηδείες -πάσης φύσεως- απαραίτητες. Έχεις την ευκαιρία να δεις τον τρόμο στα μάτια όλων. Την συνειδητοποίηση της φθαρτότητάς τους. Είναι από τις ελάχιστες φορές που θα τους πετύχεις αληθινούς. Θα τους δεις ζωηρούς και ομιλητικούς, γιατί για μερικές ώρες θα καταφέρουν να καταλάβουν πως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Βέβαια μετά από λίγο το πείσμα ξεθυμαίνει και γυρνάνε πίσω στην απομόνωση τους. Κρίμα.

Η μητέρα της Θέμιδας έβρισκε την κυρ'Αφροδίτη υπερβολική. Έλεγε πως η μοναξιά την τρέλανε, αλλά η γιαγιά της δεν ένιωθε ποτέ πραγματικά μόνη. Έλεγε με έναν πόνο κάθε φορά πως η μόνη της παρέα ήταν τα καταραμένα φαντάσματα, που δεν αποφάσιζαν να την αφήσουν επιτέλους ήσυχη ή να την πάρουν μαζί τους...

Είχε ήδη δύσει ο ήλιος και τα χρώματα χάνονταν από τον ορίζοντα, αποχαιρετώντας το πέλαγος, σαν προδομένοι εραστές που εγκαταλείπουν την ψυχή τους με μισή καρδιά στα χέρια της πλανεύτρας νύχτας, χωρίς να ξέρουν αν το πρωί που θα έρθει, το Αιγαίο θα τους αγαπά όπως πριν ή θα έχει παραδοθεί ολότελα στα πέπλα του σκότους.

Καθώς το καράβι μείωνε ταχύτητα, η Θέμις στάθηκε να ανατρέψει το απέραντο σκοτεινό γαλάζιο, μέσα από το οποίο ξεπρόβαλε η Μήλος, σε όλο της το μεγαλείο. Από το πουθενά οι παλάμες της ίδρωσαν και ένα ρίγος την διαπέρασε, θυμούμενη την τελευταία φορά που βρέθηκε στο νησί. Είχαν περάσει τουλάχιστον τρία χρόνια. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να διώξει την εικόνα.

Αλφα ΣτερητικόTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang