Η κατάβαση από τον λόφο του μοναστηριού ήταν ευκολότερη από την ανάβαση, λες και το σώμα της Θέμιδας γινόταν ελαφρύτερο με κάθε βήμα. Ο Αλέξανδρος την πρόφτασε και την έβαλε πίσω του στην μηχανή, χωρίς πολλά-πολλά.
Από εκείνη την στιγμή, η κοπέλα έχασε τα ίχνη του Ορφέα, που μέχρι πριν από λίγο άκουγε τα βήματα του να περπατάνε, με μικρή απόσταση, πίσω της. Ένιωθε περίεργα που μπορούσε με σιγουριά να τα ξεχωρίσει και να νιώσει την παρουσία του κοντά της. Η σκέψη και μόνο την ανατρίχιαζε.
Έφτασαν στο μαγαζί του πατέρα του Αλέξανδρου και ο Στράτος τους υποδέχτηκε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Πήρε αγκαλιά την Θέμιδα, πράγμα που την έπιασε απροετοίμαστη, αλλά ανταπέδωσε το κράτημα. Τους οδήγησε σε μια σειρά τραπεζιών που είχε σχηματίσει ειδικά για το τραπέζι των συλλυπητηρίων. Η κοπέλα είδε πως ο χώρος ήταν είδη γεμάτος με πολλά άτομα τρίτης ηλικίας, που δεν είχαν εμφανιστεί στο μοναστήρι. Η Θέμις το θεώρησε λογικό μιας και μερικοί θα δυσκολεύονταν να ανέβουν ως εκεί και οι περισσότεροι δεν κατανοούσαν τον λόγο που η Κυρ' Αφροδίτη δεν θέλησε να ταφεί στο νεκροταφείο, δίπλα στον άντρα της.
Όσο το μαγαζί γέμιζε τόσο πλήθαιναν και τα πηγαδάκια. Συζητούσαν ζωηρά και τα μάτια τους γυάλιζαν. Σαν να μοιράζονταν όλοι τους ένα μυστικό, μια Αρχή με την οποία έδιναν σιωπηλά όρκο να ζήσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Εν τέλει ο θάνατος δεν σε ωθεί να μιλήσεις για περισσότερο θάνατο, τουναντίον σε κάνει να θες να ξεζουμίσεις κάθε λεπτό της ζωής σου. Να συζητήσεις, να διαφωνήσεις, να ζητωκραυγάσεις μέχρι και να τραγουδήσεις. Η Κυρ Αφροδίτη θα ήταν περήφανη που είχε καταφέρει κάτι τέτοιο.
Η Θέμις εντόπισε την μητέρα της να στέκει απόμερα. Η στάση της φανέρωνε κάποια μελαγχολία και η ματιά της δεν κοίταζε κάπου συγκεκριμένα. Σε μερικές ώρες θα επέστρεφε Αθήνα και η κοπέλα ήταν σίγουρη πως σκεφτόταν το σπίτι τους και πόσο άδειο θα ήταν με αυτήν και τον πατέρα της στο νησί. Την πλησίασε και την πήρε μια αγκαλιά, φιλώντας την στοργικά στο μάγουλο.
Η Νεφέλη στράφηκε προς την κόρη της και επέστρεψε ευθύς στην πραγματικότητα. "Έλα μαζί μου". Είπε εν τέλει ικετευτικά, κοιτώντας την με τα τεράστια, μαύρα μάτια της.
"Θα έρθω". Μάλλον δεν περίμενε την απάντησή της γιατί σήκωσε έκπληκτη τα φρύδια της. "Αλλά πρώτα υποσχέθηκα να βρω αντικαταστάτη στον μπαμπά". Η Νεφέλη δεν πρόλαβε να απαντήσει, καθώς εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος, με όλη του την γοητεία και της ζήτησε να κλέψει την κόρη της για λίγο.
BẠN ĐANG ĐỌC
Αλφα Στερητικό
Lãng mạnΤην τελευταία μέρα των πανελλαδικών εξετάσεων, η Θέμις μαθαίνει για τον αναπάντεχο θάνατο της γιαγιάς της. Με το πρώτο πλοίο φεύγει για το πατρικό της στην Μήλο, που εξαιτίας του σκοτεινού της παρελθόντος απέφευγε τα τελευταία τρία χρόνια. Το νησί ό...