Ποτέ δεν της άρεσε πραγματικά η δυνατή μουσική. Απλά απολάμβανε τις δονίσεις που έστελνε το μπάσο στην καρδιά της. Σαν μικρά σοκ, που σου κάνουν οι γιατροί όταν σταματά να χτυπά. Τις άρεσε γιατί ήταν κάτι σαν υπενθύμιση πως το στέρνο της δεν ήταν κενό.
Και ήταν σημαντικό να θυμάται πως δεν είναι άδεια μέσα της, γιατί καμία φορά η μοναξιά ήταν ανυπόφορη.
Και το χειρότερο είδος της; Η μοναξιά που κανείς δεν την προσέχει. Η μοναξιά μέσα στην παρέα και η μοναξιά πίσω από τα χαρούμενα χαμόγελα, που κανείς δεν μπορεί να διακρίνει ή δεν θέλει να διακρίνει. Για να μην μπει στο κόπο να σε ρωτήσει τι έχεις και άντε μετά εσύ να του εξηγήσεις τα ανεξήγητα. Να τον πείσεις πως δεν είσαι απλά ένα αχάριστο κακομαθημένο και πως ο κόσμος όντως είναι λίγο φάλτσος. Και αν σε ρωτήσει μετά, προς τι όλη η προσποίηση, πως θα του πεις ότι είναι πιο εύκολο να παίζεις τον χαρούμενο, παρά να εξηγείς όλους τους λόγους για τους οποίους δεν είσαι.
Γιατί, ξυπνάς κάθε πρωί σε μια κατεστραμμένη κοινωνία και πρέπει ανά πέντε λεπτά να το θυμίζεις στον εαυτό σου. Ποτέ να μην ξεχνάς. Να μην επαναπαύεσαι με τα ψέματα τους. Να μην μπουκώνεις με ανοσιότητες αυτό που σε ενοχλεί, θάβοντάς τό βαθιά μέσα σου. Γιατί δεν πρέπει να αφεθείς στις πλανεύτρες σειρήνες και να αδιαφορήσεις για τα σημαντικά. Η ζωή μπορεί εύκολα να σε παρασύρει σε τζούφιες ηδονές και να ξεχάσεις για ποια πράγματα ζεις στα αλήθεια.
Είναι και κάτι πρωινά, που με τον ήλιο πάνω από το κεφάλι σου, σε περικυκλώνει το σκοτάδι, γιατί τότε δεν μπορείς να ξεχάσεις.
Βιάζεσαι να σηκωθείς, να ντυθείς, να περπατήσεις μέσα σε άδειους δρόμους, πηγαίνοντας κάπου που δεν θες να πας, πιθανότατα, για να κάνεις κάτι που σιχαίνεσαι. Και τα χρόνια περνάνε και τα σημάδια που αφήνουν πάνω σου, σε φρικάρουν. Και συνειδητοποιείς τελικά πόσο χρόνο έχασες. Πως επαναπαύτηκες. Βολεύτηκες στα λίγα. Σώπασες όταν έπρεπε πραγματικά να μιλήσεις. Γιατί τα λεπτά είναι κέρβεροι αναμνήσεων. Σε αφήνουν να τις απολαύσεις από μακριά αλλά άπαξ και αποφασίσεις να τις ακουμπήσεις, να τις αλλάξεις, σε ξεσκίζουν. Και τότε είναι που μετανιώνεις που δεν τους αφιέρωσες λίγα παραπάνω λεπτά, όταν είχες την ευκαιρία. Για είναι πια αργά και όλα έχουν χαθεί.
Και ίσως, μόνο αν είσαι από τους λίγους τυχερούς, να βρεις μια πυγολαμπίδα μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξης σου και να δημιουργήσεις μια καινούργια ανάμνηση. Επιτέλους, να καταφέρεις να ξυπνήσεις από τον λήθαργο της βολεμένης ζωής σου.
BẠN ĐANG ĐỌC
Αλφα Στερητικό
Lãng mạnΤην τελευταία μέρα των πανελλαδικών εξετάσεων, η Θέμις μαθαίνει για τον αναπάντεχο θάνατο της γιαγιάς της. Με το πρώτο πλοίο φεύγει για το πατρικό της στην Μήλο, που εξαιτίας του σκοτεινού της παρελθόντος απέφευγε τα τελευταία τρία χρόνια. Το νησί ό...