Κεφάλαιο 30ο

419 50 3
                                    

Δύο μπύρες έστεκαν άδειες πάνω στο βρόμικο τραπέζι. Το τασάκι είχε γεμίσει από ώρα. Η μουσική έπαιζε στο βάθος, πίσω από τα γέλια που απλώνονταν ανεξίτηλα μέσα στην νύχτα.

Όταν την έκανε να γελά δεν ένιωθε τόσο άδειος μέσα του.

Καθόταν απέναντί του στον καναπέ και τον κοίταζε με εκείνα τα πύρινα, διψασμένα μάτια της.

"Γιατί καπνίζεις τόσο;" Τον είχε ρωτήσει ξανά. Απλά δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός και αυτός φοβόταν να της δώσει την πιο κυνική και ειλικρινή του απάντηση. Γιατί τον έφεραν εκεί που βρισκόταν χωρίς να τον ρωτήσουν. Δεν θα τους έδινε και την ικανοποίηση να τον ελέγχουν για πάντα. Ήθελε να σκοτώσει τον εαυτό του με όποιον τρόπο επέλεγε αυτός, πριν προλάβουν να το κάνουν εκείνοι. Μια πορεία του είχε απομείνει πια σε αυτό τον κόσμο. Αυτή του θανάτου. Θα την χάραζε όπως γούσταρε αυτός και ας πήγαιναν όλοι τους να γαμηθούν.

Δεν της έδωσε όμως ποτέ αυτή την απάντηση. Απλά κούνησε το κεφάλι και άλλαξε θέμα, σαν να μην άκουσε ποτέ την ερώτηση. Είχε περάσει πολλή ώρα χωρίς να την ακουμπήσει. Σηκώθηκε και την πλησίασε. "Η Αφροδίτη μου έλεγε πως και εσύ ζωγράφιζες".

"Ναι..."

"Μπορώ να δω;" Η Θέμις κοίταξε κάπου μακριά, σαν να σκεφτόταν αν θα τον άφηνε. Τελικά σηκώθηκε και του έπιασε το χέρι, τραβώντας τον στο δωμάτιο.

"Αυτό το νησί μου βγάζει έναν άλλον εαυτό. Σαν να ξυπνά έναν δαίμονα μέσα μου, που όλα τον ενοχλούν. Σε αυτό το μέρος δεν μπορώ να είμαι αδιάφορη, όπως στην άδεια πόλη μου". Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε την ανάγκη να τον προετοιμάσει για κάτι. Θα την καταλάβαινε και χωρίς να αρθρώσει λέξη.

Η κοπέλα άνοιξε ένα ψηλό ράφι και έβγαλε μερικές κόλλες Α3, δεμένες μεταξύ τους σε ένα φθαρμένο μπλοκ. Τις αράδιασε μπροστά του, χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από πάνω του. Λες και μετρούσε μέχρι και τις ανάσες του.

Ο Ορφέας έμεινε για λίγο ακίνητος, κοιτώντας τους πίνακες με τις τραχιές γραμμές. Τα αισθήματα της χόρευαν πάνω στο χαρτί, δίνοντας ζωή στις ιστορίες που εκτυλίσσονταν σε αυτό. "Δεν τα περίμενα έτσι τα σχέδιά σου". Με παντελή απουσία χρώματος.

"Δηλαδή;" Είχε ήδη μετανιώσει που του τα είχε δείξει.

"Δεν ξέρω. Πάντως, όχι τόσο σκοτεινά. Είναι σαν να φωνάζουν μοναξιά. Να, κοίτα αυτό. Επικρατεί το γκρι και το καφέ". Ήταν ένας άδειος τοίχος, με ένα τραπεζάκι στην μέση και ένα μοναδικό φλιτζάνι. Μια μοναδική ηλιαχτίδα πέρναγε από τα παραθυρόφυλλα, αλλά δεν κατάφερνε να ζεστάνει το δωμάτιο. "Και αυτό..." Άλλο ένα παράθυρο που έβλεπε σε μια φθινοπωρινή αυλή, με ένα γυμνό δέντρο. Ο Ορφέας άρχισε να βαδίζει προς το μέρος της. Μια ανεμοδαρμένη βάρκα, χαμένη στην φουρτούνα. Έφτασε μπροστά της, σε απόσταση αναπνοής. Ένα χαμένο, μπλε μπαλόνι. Ακούμπησε το μάγουλό της. Ένα καχεκτικό δάχτυλο, να πιέζει την σολ, σε ένα φθαρμένο πιάνο. Ακούμπησε το μπλοκ με τα σχέδια πάνω στο κομοδίνο και κόλλησε τα χείλη του πάνω στο μέτωπό της.

Αλφα ΣτερητικόDonde viven las historias. Descúbrelo ahora