Κεφάλαιο 16o

415 61 7
                                    

Ο Ορφέας έβγαλε από το τζιν του ένα ζευγάρι κλειδιά και περπάτησε ως το ηλίθιο σαραβαλάκι του. Παίζει να το είχε αφήσει άνω κάτω και κάπου είχε πεταμένο ένα μισοτελειωμένο σουβλάκι. Έβαλε το κλειδί στην μίζα, ψέκασε λίγη από την κολόνια του, που είχε ξεχασμένη καιρό κάτω από το κάθισμα, έριξε μερικά από τα πεταμένα ρούχα στο πίσω κάθισμα και καθάρισε αυτό του συνοδηγού, στήνοντας παράλληλα αφτί.

Άκουσε τα πέλματά της να τρίβονται στο χώμα του μονοπατιού, που ήταν γεμάτο αγκάθια. Η ανόητη περπατά ξυπόλυτη. Την φώτισε με τα μπροστινά του φώτα και το λευκό της φόρεμα ιρίδισε, σαν φασματικό μέσα στην νύχτα. Κρατούσε τα παπούτσια της στο ένα χέρι και στο άλλο το φούτερ του. Ο άντρας παρατήρησε πως κούτσαινε αμυδρά, προσπαθώντας πάντα να μην του δώσει την ικανοποίηση. Αυτό τον έκανε να χαμογελάσει, όσο η κοπέλα προσπαθούσε να επαναφέρει την όρασή της, από τους εκτυφλωτικούς προβολείς της μεγάλης σκάλας του.

Με την αποδοκιμασία ζωγραφισμένη στα λεπτά χαρακτηριστικά της, προσπέρασε την θέση του συνοδηγού και μπήκε πίσω.

"Ξέχασες το φούτερ σου παρατημένο στην παραλία". Το πέταξε δίπλα σε όλα τα υπόλοιπα ρούχα και σταύρωσε τα χέρια. "Έριξες άρωμα;" Ο Ορφέας έσφιξε τα δόντια του, χωρίς να ξέρει τι σκεφτόταν όταν το έκανε.

"Η λοίμωξη θα είναι η νούμερο ένα κολλητή σου, αν δεν προσέχεις που πατάς". Ήταν το μόνο που της είπε.

Πέρασαν μερικά λεπτά και η Θέμις αναδύθηκε στο κάθισμά της. Ο Ορφέας είχε αράξει πάνω στο τιμόνι και άκουγε τους ήχους των γρύλων. "Σκοπεύουμε να φύγουμε σήμερα;" Ο τόνος της ήταν τόσο ειρωνικός που τον έβγαζε από τα ρούχα του. Αντί όμως να αντιδράσει, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξάπλωσε πίσω στο κάθισμα.

"Φυσικά, πριγκίπισσα. Αρκεί να έρθεις πρώτα στην μπροστινή θέση. Δεν είσαι κανένας πρέσβης για να ταξιδεύεις στο πίσω κάθισμα, ούτε εκτελώ χρέη σοφέρ".

"Δεν μοιάζει και πολύ με θέση πρέσβη, εδώ πίσω", ήρθε κατευθείαν η απάντηση. Κατάφερνε κάθε φορά να τσιτώνει όλα του τα νεύρα, σε σημείο διάλυσης.

"Μπροστά. Τώρα. Αλλιώς κλειδώνω πόρτες και δεν πάμε πουθενά".

"Δεν το σκέφτηκες και πολύ προσεχτικά, έτσι; Αν βγω έξω, για να έρθω μπροστά, τι με εμποδίζει από το να γυρίσω πίσω στην παραλία;"

"Ε, άντε λοιπόν, δίνε τού!" Η Θέμις άνοιξε με φόρα την πόρτα και κατέβηκε, όσο ο Ορφέας κατέπνιγε την ανάγκη του να δώσει μπουνιά στο τιμόνι. Όταν όμως άκουσε την πόρτα στην θέση του συνοδικού να ανοίγει, η φουρτούνα μέσα του ηρέμησε. Μπορούσε όμως να αισθανθεί μια άλλη να δημιουργείται μέσα στο κορίτσι, δίπλα του. Πως ένα τόσο μικρό πλάσμα εξέπεμπε τόση οργή;

Αλφα ΣτερητικόWhere stories live. Discover now