Οι γρίλιες δεν ήταν αρκετές για να κρατήσουν το εκτυφλωτικό φως έξω από το σπίτι. Ο Ορφέας κάλυψε το κεφάλι του με ένα μαξιλάρι. Μετά από μερικές στιγμές το πέταξε μακριά. Μύριζε τσιγαρίλα. Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια και έμεινε να κοιτά το ταβάνι που είχε γεμίσει με καπνό από το προηγούμενο βράδυ. Κάπου στο διαμέρισμα άκουσε νύχια να γρατζουνούν το ξύλο και ικετευτικά νιαουρίσματα.
Σηκώθηκε με δυσκολία και το κεφάλι του τον σφυροκόπησε άγρια. Γέμισε ένα μπολ με νερό και το έσυρε στο πάτωμα. Δύο χνουδωτές μπάλες άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του, προσπερνώντας το μπολ και ξεκίνησαν να τρίβονται στα γυμνά του πόδια. Ο άντρας προσπάθησε να τα αγνοήσει, αλλά οι ενοχές του ήταν εντονότερες από την ημικρανία. Τα πήρε στα χέρια του και προσπάθησε να τα ταΐσει, ακόμα και αν ήταν πλέον ικανά να το κάνουν μόνα τους, μέχρι που τον διέκοψε ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα.
Μετάνιωσε κατευθείαν με το που την άνοιξε.
Ο Γιάννης μπήκε στο σπίτι και πέταξε στον πάγκο της κουζίνας μια σακούλα με δύο καρβέλια ψωμί μέσα. "Γιατί δεν το σηκώνεις; Που εξαφανίστηκες χτες; Όλα πήραν τον κατήφορο αφού έφυγες. Το μπισκοτάκι ήταν τόσο αναστατωμένο που πήγε σπίτι χωρίς να αρθρώσει λέξη. Εκτός φυσικά και αν τα ξέρεις ήδη όλα αυτά..."
"Όπως πάντα, κατευθείαν στο ψητό. Καλημέρα και σε σένα ρε Γιάννη". Ο Γιάννης έσφιξε τα χείλη του, περιμένοντας μια απάντηση. Ο Ορφέας ένιωθε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. "Δεν της έκανα εγώ κάτι". Απάντησε άγρια και πήρε το ψωμί, κόβοντας ένα κομμάτι. Αφού στρώθηκε σε μια ψηλή καρέκλα του πάγκου, κοίταξε τον κολλητό του, απέναντι, κατευθείαν στα μάτια, παρακινώντας τον να συνεχίσει.
"Μόλις είχε επιστρέψει με τα φιλτράκια που πήγε να μου πάρει από το περίπτερο και εκείνος ο μαλάκας, ο γιός του δημάρχου την ανάγκασε να τον ακολουθήσει... Πώς τον έλεγαν να δεις, όλο ξεχνάω το όνομά του".
"Λοιπόν, ο μπάφος δεν βοηθάει και πολύ". Απάντησε ειρωνικά ο Ορφέας, νιώθοντας οργή για την αδράνεια του Γιάννη. Θα έπρεπε να είχε εμποδίσει τον μπάσταρδο να σύρει την Θέμιδα έξω από το μαγαζί.
"Βούλωστο..." Το βλέμμα του στάθηκε στην γροθιά του Ορφέα, κάνοντας και τον ίδιο να στρέψει το βλέμμα του εκεί. Έκρυψε αμέσως το χέρι κάτω από τον πάγκο. "Τι στο διάολο είναι αυτό ρε μαλάκα;" Ο Γιάννης τον πλησίασε και του σήκωσε το χέρι. Ξεραμένο αίμα είχε κολλήσει γύρω από τις κλειδώσεις και τα δάχτυλα ήταν μπλαβιασμένα. Το αίμα φυσικά δεν ήταν δικό του...
YOU ARE READING
Αλφα Στερητικό
RomanceΤην τελευταία μέρα των πανελλαδικών εξετάσεων, η Θέμις μαθαίνει για τον αναπάντεχο θάνατο της γιαγιάς της. Με το πρώτο πλοίο φεύγει για το πατρικό της στην Μήλο, που εξαιτίας του σκοτεινού της παρελθόντος απέφευγε τα τελευταία τρία χρόνια. Το νησί ό...