Κεφάλαιο 8ο

428 53 2
                                    


Τα άκρα του έτρεμαν και με το ζόρι έβρισκε δύναμη να κάνει το επόμενο βήμα. Πάλι είχε πιει. Αυτό το μέρος του έβγαζε έναν άλλο εαυτό. Έναν λιγότερο ανεκτικό και περισσότερο αγχώδη.

Όσο και αν προσπαθούσε να το αγνοήσει, βρισκόταν εκεί μπροστά του, κοροϊδεύοντας τον καταπρόσωπο. Είχε μαζέψει ήδη τα πράγματά του, πάνω από δύο φορές. Κάτι όμως τον κράταγε πίσω. Σαν ένα χέρι που τον είχε γραπώσει από τις πλάτες και τον πίεζε κάτω.

Περπατούσε μέσα στα στενά και άκουσε τα νιαουρίσματα. Μέσα στην ζάλη του, θυμήθηκε την γάτα της γειτόνισσας, με την φουσκωμένη κοιλιά. Μια στιγμή ήταν αρκετή για να χάσει ξανά την ψυχραιμία του.

Το βήμα του έγινε ταχύτερο, σαν να ξυπνούσε από λήθαργο. Πριν το καταλάβει, τα ρούχα του ήταν ματωμένα και κρατούσε έναν σάκο στο αριστερό του χέρι. Πανικοβλήθηκε. Ήθελε να γυρίσει σπίτι του, να ξεπλυθεί. Οι αρθρώσεις του πονούσαν. Δεν ήθελε να τον δει κανείς σε αυτή την κατάσταση. Άνοιξε λοιπόν τον φακό που κουβαλούσε και μετακινήθηκε τοίχο-τοίχο, δίπλα από αυλές και σκοτεινά σοκάκια.

Καταριόταν τον εαυτό του που ήταν τόσο αφελής. Οι τύποι θα θυμόντουσαν το πρόσωπό του. Αυτό που του έλειπε τώρα, ήταν να μπλέξει κι άλλο με μπάτσους. Τι μπορούσε όμως να κάνει; Όσο μεγάλωνε, τόση λιγότερη ανεκτικότητα είχε απέναντι στην βία. Ειδικά όταν αυτή απευθυνόταν σε ανυπεράσπιστους. Πόσο μάλλον απέναντι σε ζώα. Και δε, σε νεογέννητα γατιά.

Ένας θόρυβος μπροστά του τον έβαλε σε επιφυλακή. Έστρεψε τον φακό του προς τα εκεί. Η φωνή που ακολούθησε, ακούστηκε οικεία. Έσπασε την νύχτα λες και ήταν καμωμένη από κρύσταλλο."Πάρε αυτό το πράγμα από το πρόσωπό μου"... Τον έκανε να παγώσει και να κάνει ένα βήμα πίσω. Στο μυαλό του ζωντάνεψαν δύο τεράστια μάτια στον έντονο και λαμπερό μαύρο του αχάτη.

Της μίλησε άσχημα, ελπίζοντας να φύγει μακριά του. Ούτε ο ίδιος κατάλαβε από πού προήλθε όλο αυτό το μίσος. Ήξερε μόνο πως δεν ήθελε να ον βλέπει σε αυτή την κατάσταση.

Πρόσεξε πως ήταν ήδη καταβεβλημένη, με κόκκινα μάτια και αυτός την έκανε χειρότερα. Τι τέρας ήταν πια; Αυτή δεν έφταιγε σε τίποτα,αλλά επέλεξε να ξεσπάσει πάνω της,αντί να μπει στον κόπο να της εξηγήσει. Το πρωί που θα είχε καθαρό μυαλό, θα μισούσε τον εαυτό του και θα είχε απογοητεύσει εντελώς την Αφροδίτη, συμπεριφερόμενος έτσι στην εγγονή της.

Τίποτα όμως δεν είχε σημασία γιατί ήταν το τελευταίο του βράδυ εκεί. Αύριο θα έφευγε με το πρώτο πλοίο. Ας πήγαιναν στο διάολο όλες οι τελετές και οι υποσχέσεις που είχε δώσει. Η Αφροδίτη ήταν νεκρή και τίποτα δεν θα την έφερνε πίσω. Δεν ήθελε να αντικρίσει τις στάχτες της. Αυτή μπορεί στην ηλικία της να το έβρισκε ποιητικό, αλλά ο Ορφέας ήξερε πολύ καλά πως το μόνο που αποδείκνυε το δοχείο με τις στάχτες που θα τους έστελναν, ήταν η αναλωσιμότητα των ανθρώπων.

Αλφα ΣτερητικόWhere stories live. Discover now