Κεφάλαιο 17ο

394 56 6
                                    

*Αν σκοπεύετε να βάλετε το τραγούδι, χαμηλώστε την ένταση (ή δυναμώστε την, αν αυτό θέλετε) Καλή ανάγνωση*

~*~

Το επόμενο μεσημέρι, η Θέμις έκατσε για πρώτη φορά γύρω στις δύο, με το πέλμα της να την τρυπάει, σαν πυρακτωμένο σίδερο. Δεν είχε κοιμηθεί ολόκληρο το βράδυ από την υπερένταση. Πέρασε την ώρα της καθισμένη, ημίγυμνη και βρεγμένη ακόμα από το γρήγορο ντουζ, στο σαλόνι, πίνοντας ουίσκι και ακούγοντας παμπ ροκ στα ακουστικά της. Ο ύπνος την βρήκε λίγο πριν το ξημέρωμα, με την φωτογραφία που είχε κλέψει από το μπαουλάκι της γιαγιάς της, αγκαλιά. Ούτε που θυμόταν πως έφτασε ως το δωμάτιό της, βρήκε το άλμπουμ και την πήρε. Το πρωί που ξύπνησε, γύρω στις οχτώ, το σπίτι ήταν άδειο και το μπουκάλι του Σκοτς πίσω στο ράφι του. Φόρεσε γρήγορα μια μπλούζα με στάμπα των Metallica, ξετρύπωσε από την αποθήκη το ποδήλατό της, προχειροφούσκωσε τα λάστιχα με μια αρχαία τρόμπα και έφυγε αστραπή για την δουλειά.

Η κοπέλα τώρα άπλωνε τα αθλητικά της στην διπλανή καρέκλα και τέντωνε τον πιασμένο της λαιμό. Τα μαλλιά της ήταν απλωμένα ελεύθερα και οι μπούκλες πετούσαν προς κάθε κατεύθυνση. Η δουλειά στο μικρό μαγαζάκι ήταν ακατάπαυστή και αναρωτιόταν πως τα έβγαζε πέρα η γιαγιά της. Μετά όμως πλημμύρισε τις σκέψεις της ο Ορφέας, όπως είχε συνήθειο να κάνει τις τελευταίες μέρες. Δούλευε εδώ τα τελευταία δύο χρόνια και πλέον μπορούσε να καταλάβει τι τού άρεσε σε αυτό το μέρος. Αν και οι περισσότεροι πελάτες ήταν μεγάλης ηλικίας, οι συζητήσεις τους ξεπερνούσαν κάθε προσδοκία, είτε θα μιλούσαν για πολιτική, είτε για τις χήνες που αγόραζαν από το ζωοπάζαρο της Τετάρτης και δεν μπορούσαν να τις βάλουν να κλωσήσουν τα αυγά τους. Σαν να ζούσαν ακόμα στην δεκαετία του εξήντα, με τα κουστουμάκια τους και τα καλά τριμαρισμένα μουστάκια τους. Ο χρόνος είχε σταματήσει για χάρη τους σε εκείνη την εκπληκτική δεκαετία και δεν έλεγε να προχωρήσει.

Η δουλειά από το πρωί ήταν ακατάπαυστη, καθώς τουρίστες από όλες τις μεριές του πλανήτη κατέφθαναν στο νησί για να απολαύσουν το Σαρακήνικο, με τις λευκές αμμουδιές, τα τιρκουάζ νερά, τα γλυκά μελτέμια και τις σκοτεινές σπηλιές, που σε προκαλούσαν να τις εξερευνήσεις.

Ξαφνικά άκουσε γέλια από το έξω μέρος του μαγαζιού και γκρίνιαξε στο κενό, ξέροντας πως το διάλειμμα λάμβανε τέλος. Σηκώθηκε και έτρεξε έξω, για να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Σε ένα σκιερό τραπεζάκι είχαν μόλις καθίσει ο Ορφέας με τον Γιάννη. Ο πρώτος δεν την είδε να πλησιάζει, καθώς ήταν πλάτη, αλλά ο Γιάννης της χαμογέλασε εγκάρδια.

Αλφα ΣτερητικόOnde histórias criam vida. Descubra agora