Το μικρό δασάκι είχε μοσχοβολήσει από την μυρωδιά του μπάφου. Ο Γιάννης κοίταγε μέσα στο σκοτάδι, αλλά το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ένα ζευγάρι γαλάζια μάτια. Όσο και να έπινε δεν μπορούσε να ξεφύγει. Τον παίδευαν τις τελευταίες μέρες.
Μαλακίες.
Τον παίδευαν χρόνια τώρα. Προσπαθούσε να τα πνίξει, να τα ξεριζώσει από μέσα του, μα αυτά, ύπουλα ερχόντουσαν ξανά στην επιφάνεια. Αποτελούσαν αντανακλαστικό του οργανισμού του, όπως το να βλεφαρίζει και να ανασαίνει.
Τράβηξε άλλη μια τζούρα από το σκανάκι του. Τίποτα. Δεν τον μούδιαζε το γαμημένο ότι και να έκανε. Τα χέρια του ανατρίχιασαν. Δεν τον χώραγε το αυτοκίνητο. Βγήκε έξω και χτύπησε την πόρτα με δύναμη. Αυτή δεν ήταν η ουσία των απωθημένων; Να ΑΠΩΘΟΎΝΤΑΙ.
«Ω, να σου γαμήσω». Από το σημείο που είχε παρκάρει μπορούσε να δει την Αμιγδαλέζα καθαρά. Δεν πρόλαβε να κοιτάξει δεύτερη φορά. Ένα SUV τον τύφλωσε, περνώντας δίπλα του και σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης.
Φρέναρε απότομα μπροστά του και οι πόρτες βάρεσαν δυνατά.
«Γρήγορα, κατέβα Γρηγορίου και πάρε και αυτούς τους δύο μαζί σου. Μην τους δω μπροστά μου ξανά. Σαν να μην υπήρξα». Η θέμις βγήκε από το αυτοκίνητο με μάτια ορθάνοικτα και μαλλιά ανακατεμένα. Ένευσε ανεπαίσθητα και έπιασε τον Ζαχίρ από τον ώμο για να του νεύσει να κατέβουν.
Το SUV σπίνταρε με το που κατέβηκαν και οι τρεις, με την μισάνοιχτη πόρτα να κλείνει βίαια.
Είχαν μείνει όλοι κόκαλο. Κανείς δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν είναι να βλέπουν τον Ορφέα να απομακρύνεται, μέχρι που και ο τελευταίος κόκκος σκόνης κατακάθισε και όλα επέστρεψαν στο κανονικό τους.
YOU ARE READING
Αλφα Στερητικό
RomanceΤην τελευταία μέρα των πανελλαδικών εξετάσεων, η Θέμις μαθαίνει για τον αναπάντεχο θάνατο της γιαγιάς της. Με το πρώτο πλοίο φεύγει για το πατρικό της στην Μήλο, που εξαιτίας του σκοτεινού της παρελθόντος απέφευγε τα τελευταία τρία χρόνια. Το νησί ό...