Το κρύο δεν αστειευόταν, διέλυε κόκαλα. Τα παράθυρα είχαν μείνει μέρες ανοιχτά, μπάζοντας μέσα κρύο και βροχή. Το σπίτι φάνταζε στοιχειωμένο. Άδειο. Οι στάχτες από το σβησμένο τζάκι στροβιλίζονταν μέσα στο σαλόνι. Προσγειώνονταν πάνω στα νωπά της μαλλιά, γκριζάροντάς τα. Σηκωνόταν μόνο για να αλλάξει πλευρά στην κασέτα που είχε καβατζώσει από το σπίτι του Ορφέα. Το κινητό της χτυπούσε ασταμάτητα τέσσερις μέρες. Υπέθετε πως τα αγόρια είχαν μάθει για τον ερχομό της στο νησί και ήθελαν να την δουν. Με τον Γιάννη συναντιόταν σε καθημερινή βάση, όλο το φθινόπωρο, στην Αθήνα. Τον Αλέξανδρο όμως είχε να τον δει από τα τέλη του Σεπτέμβρη. Ακόμα θυμόταν τα αναφιλητά της, όπως χωνόταν μέσα στην αγκαλιά του. Κάτι είχε σπάσει μέσα της στο τελευταίο τους αποχαιρετισμό.
Το κινητό άρχισε να χτυπά ξανά. Η Θέμις το αγνόησε και σύρθηκε ως την κουζίνα να γεμίσει ξανά το ποτήρι της. Το ρολόι έλεγε έντεκα και αυτή ήδη δεν μπορούσε να σύρει τα πόδια της. Ήταν για λύπηση. Τουλάχιστον δεν ανάγκαζε κανέναν να είναι παρόν σε αυτό το γελοίο θέαμα. Προσπάθησε να πιάσει το μπουκάλι, αλλά γλίστρησε από τα χέρια της και έπεσε στο πάτωμα, γεμίζοντας τα πλακάκια με γυαλιά. Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να τα μαζεύει με γυμνά χέρια. Το κινητό φωτίστηκε ξανά. Χτυπήματα ακούστηκαν στην εξώπορτα. Η κοπέλα σηκώθηκε μουδιασμένη και κατευθύνθηκε προς το χολ. Πριν ανοίξει πήρε μια βαθιά ανάσα, μάζεψε τα μαλλιά της σε μια πρόχειρη κοτσίδα και άνοιξε.
Ο Αλέξανδρος με τον Γιάννη εμφανίστηκαν στο κατώφλι. Αν δεν ήταν τόσο λιώμα, ίσως και να της είχε κάνει εντύπωση.
«Αφού χτυπάει το ρημάδι, γιατί δεν το σηκώνεις;» Είπε ο Γιάννης μπουκάροντας μέσα και τερματίζοντας την κλίση στο κινητό της.
Ο Αλέξανδρος περίμενε ακόμα στην πόρτα, κοιτάζοντας την από πάνω ως κάτω. «Που κόπηκες;» Ρώτησε τελικά, δείχνοντας τον λεκέ στο τζιν της. Η κοπέλα τον κοίταξε με ένα νωχελικό βλέμμα.
«Γονάτισα να μαζέψω κάτι γυαλιά».
«Πονάει;»
Η κοπέλα δεν του απάντησε, τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ο Γιάννης είχε ήδη κλείσει τα ανοιχτά παράθυρα και έψαχνε την σκούπα. «Μην τα κλείνεις, το κρύο με αναζωογονεί». Θρονιάστηκε στον καναπέ προσπαθώντας να καθαρίσει την θολούρα στο κεφάλι της.
«Θα πάθεις κρυοπάγημα».
«Την έχεις δει νταντά μου, Γιάννη; Δεν είμαι ο Ορφέας. Δεν είσαι υποχρεωμένος να με προσέχεις». Προσπάθησε να ακουστεί σαν φαρμακερή μαχαιριά, αλλά η φωνή της ράγισε, πριν προλάβει να τελειώσει την πρόταση. «Που πήγε το ηλίθιο ποτήρι μου». Ψιθύρισε και κατέβηκε ατσούμπαλα από τον καναπέ στο πάτωμα για να το ψάξει.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Αλφα Στερητικό
RomantizmΤην τελευταία μέρα των πανελλαδικών εξετάσεων, η Θέμις μαθαίνει για τον αναπάντεχο θάνατο της γιαγιάς της. Με το πρώτο πλοίο φεύγει για το πατρικό της στην Μήλο, που εξαιτίας του σκοτεινού της παρελθόντος απέφευγε τα τελευταία τρία χρόνια. Το νησί ό...