Κεφάλαιο 23ο

411 61 17
                                    

Άνοιξε τα μάτια του, προσπαθώντας να καταλάβει που βρισκόταν. Το ταβάνι φαινόταν απροσδιόριστα γνώριμο. Μια χαλαρή ανάσα προερχόταν από κάπου στο σκοτεινό χώρο, μπλεγμένη ρυθμικά με τα τιτιβίσματα των πουλιών που ανήγγειλαν την άφιξη της αυγής, σύντομα. Το στόμα του είχε ακόμα μια αλλοιωμένη γεύση πικρού αλκοόλ, σαν να είχε καταπιεί καπνό.

Θυμήθηκε κάποιες διαμελισμένες και εντελώς απροσδιόριστες στιγμές του προηγούμενου βραδιού, προσπαθώντας να σηκωθεί. Ετοιμάστηκε για τον επικείμενο πονοκέφαλο, που τον χτύπησε σαν κύμα σε στείρα αμμουδιά, στέλνοντας τον ξανά να κάτσει κάτω.

Αφού τα μάτια του συνήθισαν την απώλεια φωτός, παρατήρησε ένα μικρό κουβαράκι να κοιμάται στην απέναντι πολυθρόνα. Η ανάσα του έγινε ταχύτερη και ένιωσε τους σφυγμούς του να αυξάνονται. Σηκώθηκε και πλησίασε την κοπέλα, αγνοώντας παντελώς τον πονοκέφαλο. Άπλωσε το χέρι του και παραμέρισε μερικές τούφες που έπεφταν ακανόνιστα από την κοτσίδα στο πρόσωπό της. Τα βλέφαρά της πετάρισαν, αλλά δεν άνοιξαν.

Αδύναμος να πάρει το βλέμμα του από πάνω της, άφησε την φουρτούνα να απλωθεί από την μια άκρη του στήθους του στην άλλη. Δεν θυμόταν... Τι είχε κάνει; Πως είχε βρεθεί στο σπίτι της; Ο πόνος έγινε εντονότερος, καθώς προσπαθούσε να επαναφέρει κομμάτια της μνήμης του.

Αποφάσισε να φτιάξει έναν βαρύ Ελληνικό, μήπως και τον βοηθούσε να συνέλθει. Μπήκε στην κουζίνα, που γνώριζε τόσο καλά όσο την δική του και ξεκίνησε να ψήνει καφέ στο παλιό γκαζάκι. Σε λίγο παρασύρθηκε και καταπιάστηκε να φτιάχνει πρωινό, λες και δεν βρισκόταν σε ένα ξένο σπίτι, με μερική απώλεια μνήμης.

Όσο περνούσε η ώρα και τα δύο αναλγητικά που είχε καταπιεί, ξεκινούσαν να κάνουν την δουλειά τους, άρχιζε σταδιακά να θυμάται. Της είχε επιβληθεί να την γυρίσει σπίτι. Πρέπει να έδειχνε απίστευτα γελοίος έτσι πιωμένος που ήταν. Την έφερε ως την πόρτα της και ύστερα θυμάται πως παραπάτησε και έπεσε σχεδόν πάνω της, με το άρωμά της να του θολώνει την κρίση. Τον περιμάζεψε και τον άφησε να κοιμηθεί στον καναπέ το βράδυ. Αυτή τον είχε λυπηθεί και ο μαλάκας είχε κάνει το αδιανόητο. Την είχε μπλέξει στην τοξική ζωή του, χωρίς να της δώσει περιθώρια επιλογής. Ακόμα και ο Αλέξανδρος εκείνη την στιγμή φάνταζε καλύτερο ζευγάρωμα από τον ίδιο.

Όμως δεν είχε κρατηθεί. Τα χείλη της βρισκόντουσαν μερικά εκατοστά από τα δικά του και τα μάτια της, δύο μαύρες χάντρες, τον προκαλούσαν να την σοκάρει. Δεν ήξερε πως έπρεπε να νιώθει για αυτό που είχε κάνει, ακόμα κι αν είχε μάθει το προηγούμενο βράδυ πως δεν έτρεχε πλέον τίποτα ανάμεσα σε αυτή και τον Γιαννάκου. Είχε ξεφύγει στον ίδιο, μετά τα τρίτο του ποτό. Ποτέ του δεν ήταν ιδιαίτερα γερό ποτήρι ο Αλέξανδρος.

Αλφα ΣτερητικόDonde viven las historias. Descúbrelo ahora