Κεφάλαιο 11ο

410 51 1
                                    


Η Θέμις προσπάθησε να ανοίξει την πίσω πόρτα του μαγαζιού, αλλά τα κλειδιά της έπεσαν από τα χέρια δύο φορές. Ο Ορφέας έσκυψε και τα έπιασε την δεύτερη, ανοίγοντας την πόρτα και μπάζοντας τους όλους μέσα. Το μαγαζί είχε παραμείνει κλειστό εξαιτίας της κηδείας και έτσι ήταν το καλύτερο μέρος να περιποιηθούν το τραύμα του ανθρώπου και να σκεφτούν για λίγο ψύχραιμα τι είχε μόλις συμβεί.

Ο άντρας έλεγε αδιάκοπα, σε σπαστά Ελληνικά, ευχαριστώ φίλε μου, στον Ορφέα και ύστερα στρεφόταν προς την κόρη του και της μιλούσε σε μια γλώσσα που η Θέμις πάνω στην ταραχή της δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Εντωμεταξύ το κινητό της δεν είχε σταματήσει να χτυπά και όταν εν τέλει το κοίταξε, είδε πέντε κλήσεις από τον πατέρα της, που κατά πάσα πιθανότητα είχε μάθει για το περιστατικό και την έψαχνε. Του έστειλε ένα μήνυμα στα γρήγορα, πως βρισκόταν στο μαγαζί και ύστερα πέταξε το κινητό πάνω σε έναν πάγκο.

Έβαλαν τον άνθρωπο να καθίσει σε μια καρέκλα, πίσω στο κουζινάκι και η Θέμις έδωσε στην μικρή ένα αρκουδάκι του Παύλου, που είχε παρατήσει εδώ και καιρό στο μαγαζί. Ύστερα έσπευσε στην βρύση, να γεμίσει ποτήρια με νερό και έπεσε πάνω στον Ορφέα που εκείνη την στιγμή είχε ανοίξει το κουτί των πρώτων βοηθειών, που βρισκόταν στον τοίχο. Ο χώρος ήταν πολύ στενός και τα σώματά τους εφάπτονταν, όσο προσπαθούσε ο καθένας να κάνει την δουλεία του. Ο άντρας γύρισε προς την μεριά της και την κοίταξε βλοσυρά. "Αν δεν είχες πάει να το παίξεις ηρωίδα, θα τον είχα προλάβει τον μπάσταρδο, πριν κλωτσήσει τον καημένο τον άνθρωπο στο πρόσωπο. Αλλά έπρεπε πρώτα να σιγουρευτούμε πως η μικρή Θέμιδα δεν θα χτυπούσε".

Η κοπέλα δεν ήξερε τι να πει. Είχε κάθε δίκιο να την κατηγορεί. Ήταν άλλωστε δικό της λάθος. Δεν θα είχαν φτάσει σε αυτή την κατάσταση, αν η ίδια δεν ήταν τόσο παρορμητική. Πάνω στον πανικό της όμως, δεν τον είχε δει να πλησιάζει και φοβόταν πως αν δεν ενεργούσε αυτή, κανένας άλλος δεν θα το έκανε.

"Ήσουν ανόητη. Τι σκεφτόσουν;" Της το είχε ξαναπεί αυτό, όταν πήγε να πέσει η κούτα με τα βαριά βάζα πάνω της, την πρώτη της μέρα στο μαγαζί.

Η Θέμις μίλησε χαμηλόφωνα, δίχως όμως να μειώσει την ένταση της κάθε λέξης που ξεστόμιζε. "Όταν βλέπω βία δεν μένω με σταυρωμένα τα χέρια, ούτε κλείνω τα μάτια μου στην θέα της".

"Θα μπορούσες να είχες χτυπήσει άσχημα". Η φωνή του είχε γλυκάνει απότομα, ξαφνιάζοντας την για λίγο. Όμως όχι αρκετά για να πάρει πίσω τα λόγια της.

Αλφα ΣτερητικόOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz