Κεφάλαιο 43ο

252 40 10
                                    

Αυτό το τραγούδι είναι υπερβολικά όμορφο και πιστεύω πως ταιριάζει στο κεφάλαιο. 


~*~


«Θέμιδα;». Η κοπέλα είχε μείνει ακίνητη για πολλή ώρα. Στο άκουσμα του ονόματός της, αναδεύτηκε. «Γη καλεί Θέμιδα. Γιατί έχεις πάρει αγκαλιά το κινητό σου, καρδιά μου;» Ο Αλέξανδρος την κοιτούσε επιφυλακτικά, έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα.

«Έχει γυρίσει...». Μιλούσε για πρώτη φορά μετά από ώρα και η φωνή της ακούστηκε κάπως βραχνή. «Όλα συνδέονταν μεταξύ τους. Η εξαφάνιση του Γιάννη, τα μηνύματα που παραδόθηκαν. Το ότι σήκωσε το κινητό του... Μου έκανε και πνεύμα ο γελοίος». Ένιωθε το σώμα της ελαφρύ, χωρίς υλική υπόσταση. Σαν να τύλιγε τα πάντα γύρω της ένα αραχνοΰφαντο πέπλο. Το μυαλό της ήταν μουδιασμένο και ομιχλώδες.

Ο Αλέξανδρος παρέμεινε στωικός, χωρίς να την πιέζει να μιλήσει άλλο. «Θα ήθελες να πάμε κάπου με λιγότερη βαβούρα; Θα σε βοηθήσει να σκεφτείς πιο καθαρά».

«Είχα δύο χρόνια να σκεφτώ, χωρίς αποτέλεσμα. Φοβάμαι πως μερικές ώρες ακόμα δεν θα καταφέρουν κάτι».

«Δεν χρειάζεται να τον συναντήσεις, απαραίτητα. Μπορείς να επιλέξεις αν θα το κάνεις».

«Πολύ φοβάμαι πως δεν τίθεται θέμα επιλογής. Αργά ή γρήγορα θα γίνει».

«Θες να τον δεις;»

Η Θέμις γέλασε σαρδόνια. «Θέλω να βυθίσω τα δάχτυλά μου μέσα στα μάτια του, βίαια και ύστερα να τον πάρω αγκαλιά και να του φιλήσω τις πληγές». Έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της και αναστέναξε, δυνατά. «Πως μπορείς να θυμώνεις τόσο πολύ με κάποιον που υπήρξε στην ζωή σου τόσο όσο κρατάει ένας καφές;»

Ο Αλέξανδρος κοιτούσε την μαύρη επιφάνεια της θάλασσας. Το βλέμμα του ακολουθούσε τους κυματισμούς του νερού, καθώς αυτό άφριζε όπως έσκαγε στην αμμουδιά. «Ο Ορφέας έχει αυτή την επίδραση στους άλλους. Είναι επικίνδυνο να δένεσαι με ανθρώπους πυροτεχνήματα».

«Είσαι πολύ πιο ρομαντικός, απ' ότι δείχνεις». Του ψιθύρισε η κοπέλα και πήγε να κάτσει δίπλα του. Ο Αλέξανδρος πέρασε το χέρι του πάνω από τους ώμους της και αυτή βύθισε το πρόσωπό της στο στήθος του.

«Τι θα κάνεις;». Ρώτησε, τελικά, ο Αλέξανδρος.

«Δεν έχω ιδέα. Αυτός ο άντρας με σακάτεψε όταν έφυγε. Και πάνω που κατάφερα να μαζέψω όλα μου τα κομμάτια, επέστρεψε. Και τώρα κάθομαι πάνω στα γυαλιά». Γέλασε σιγανά. «Τώρα καταλαβαίνω τον Γιάννη. Πως ένιωθε όταν έφυγες και μετά επέστρεψες σαν να μην συνέβη τίποτα. Παρέμεινε σιωπηλός παρατηρητής για τόσο καιρό, που σχεδόν ξέχασα τι είχε συμβεί».

Αλφα ΣτερητικόOnde histórias criam vida. Descubra agora