Το ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό, αλλά η Θέμις δεν είχε την παραμικρή δύναμη να εγκαταλείψει το κρεβάτι της. Σήκωσε το μαξιλάρι που είχε σκεπάσει τα αφτιά με το κεφάλι της και το πέταξε με δύναμη στο κομοδίνο, ρίχνοντας ότι υπήρχε πάνω του στο πάτωμα, συμπεριλαμβανομένου και του ρολογιού. Το ξυπνητήρι έπεσε κάτω, συνεχίζοντας να κουδουνίζει ανεξέλεγκτα.
Για περίπου μισό λεπτό η κοπέλα έμεινε ακίνητη, δίχως να στέφεται τίποτα. Νωθρή ακόμα από τον ύπνο, δεν είχε επιτρέψει στον εγκέφαλό της να θυμηθεί όλα αυτά που την κρατούσαν ξύπνια ως αργά το προηγούμενο βράδυ. Ήταν σαν δώρο Θεού αυτό το μισό λεπτό, που το μόνο για το οποίο ήταν εκνευρισμένη, ήταν οι αϋπνίες της, αυτές καθαυτές και όχι οι λόγοι από πίσω τους. Όταν όμως η μνήμη της επανήλθε, το άγχος κατέκλεισε ολόκληρο το κορμί της, κάνοντας το στομάχι της έναν τεράστιο κόμπο.
Σηκώθηκε, σέρνοντας τα πόδια ως το μπάνιο και πιάστηκε από τον νιπτήρα, θαυμάζοντας τους τεράστιους κύκλους κάτω από τα μάτια της. "Συγχαρητήρια, μικρή ηλίθια. Πάλι τα κατάφερες. Θα έπρεπε να είχες φύγει όσο προλάβαινες". Ψιθύρισε, πετώντας παγωμένο νερό στο πρόσωπό της.
Επέστρεψε στο δωμάτιο και σήκωσε το ρολόι, που ακόμα χτυπιόταν στο πάτωμα, τοποθετώντας το ξανά στοργικά στο κομοδίνο της. Μόλις όμως το απενεργοποίησε, ξεκίνησε να χτυπά το κινητό της. Το πήρε στα χέρια και είδε το όνομα του πατέρα της να αναβοσβήνει στην οθόνη. Την είχε καλέσει και το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν ήταν σε θέση να του απαντήσει, έτσι είχε αγνοήσει ως τώρα τις κλήσεις του. Καθάρισε τον λαιμό της και το σήκωσε.
"Καλημέρα μπαμπάκα". Είπε, κατευθυνόμενη προς την κουζίνα και βγάζοντας λίγο παγωμένο νερό από το ψυγείο.
"Ξέρεις τι ώρα είναι; Γιατί δεν μου απαντάς; Με έχει φάει το άγχος. Μέχρι και την μητέρα σου κάλεσα". Η Θέμις χτύπησε την παλάμη στο μέτωπό της, στρέφοντας τα μάτια προς το ταβάνι.
"Γιατί σου αρέσει να κάνεις την ζωή μας πιο δύσκολη;"
Ο Στέλιος στην άλλη πλευρά της γραμμής έμεινε για λίγο σκεπτικός. "Βλέπω πως ο σαρκασμός σου έχει επανέλθει δριμύτερος, άρα είσαι μια χαρά... Μου λες λοιπόν γιατί δεν είσαι ακόμα στο μαγαζί;" Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε την ώρα που ήταν περασμένες εννιά. Πόση ώρα χτυπούσε το βλαμμένο ξυπνητήρι πριν το ακούσω;
"Καλά ποιος στα πρόλαβε τόσο νωρίς; Δεν ήξερα πως είχες τόσο φανατικούς πελάτες!"
Ο Στέλιος συνέχισε ακάθεκτος, αγνοώντας την ερώτηση της. "Έχεις σκοπό να πας στην δουλεία;"
BẠN ĐANG ĐỌC
Αλφα Στερητικό
Lãng mạnΤην τελευταία μέρα των πανελλαδικών εξετάσεων, η Θέμις μαθαίνει για τον αναπάντεχο θάνατο της γιαγιάς της. Με το πρώτο πλοίο φεύγει για το πατρικό της στην Μήλο, που εξαιτίας του σκοτεινού της παρελθόντος απέφευγε τα τελευταία τρία χρόνια. Το νησί ό...