Κεφάλαιο 39ο

237 37 16
                                    

Υπήρχαν καλές και κακές μέρες. 

Ήταν μέρες που είχε διάθεση και χαμογελούσε, απολαμβάνοντας τον ήλιο, συντροφιά με μια χαλαρή κουβέντα. Και ήταν και μέρες που χανόταν στις σκέψεις του με το μυαλό του να ταξιδεύει πάνω από θάλασσες και στεριές, προσπαθώντας να φτάσει σε ένα νησάκι, στην μέση του Αιγαίου.

Ο χρόνος έρεε αργά. Γλιστρούσε μέσα από τα χέρια του, χωρίς να μπορεί να τον συγκρατήσει. Πόσα βράδια, η καρδιά του τεντωνόταν να ακουμπήσει το μυαλό του. Έβαζε τα χέρια του πάνω στο στήθος του και προσπαθούσε να την κρατήσει ζεστή. Να συνεχίσει να χτυπά. Χρειαζόταν κάποιον να τον αγκαλιάσει σφιχτά, να πιστέψει σε αυτόν. Να διώξει μακριά τον πόνο στα σωθικά του.

Κάτι μέσα του άλλαζε ριζικά. Μπορούσε να το καταλάβει, από τον τρόπο που δεν νευρίαζε πλέον με το παραμικρό. Κάθε μέρα που ξημέρωνε, μισούσε και λιγότερο τον εαυτό του. Μπορούσε να εκτιμήσει μια όμορφη ανατολή. Το τιτίβισμα των πουλιών και την υγρασία που μούσκευε την μπλούζα του, κάνοντάς την να μυρίζει άμμο και γρασίδι.

Ήθελε να της γράψει. Να της πει για όλα εκείνα τα νέα μέρη, για τα καθαρά μάτια των ανθρώπων γύρω του και πως φωτίζονταν από τα απλά και καθημερινά. Να της εκμυστηρευτεί πως την έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο του και το γέλιο της, τον ακολουθούσε καθ' όλη την διάρκεια της μέρας.

Όμως φοβόταν. Είχε εξαφανιστεί μέσα σε μια στιγμή. Χωρίς να δώσει σημεία ζωής. Θα τον θυμόταν; Θα τον περίμενε; Ίσως ήταν νευριασμένη μαζί του, ίσως πάλι, δεν του αφιέρωσε δεύτερη σκέψη.

Έτσι, το γράμμα έμενε πάντα λειψό. Μόνο με τα στοιχεία του παραλήπτη, συμπληρωμένα.

Και όταν επέστρεφε; Τι θα έβρισε να τον περιμένει; Θα ήταν εγωιστικό να την πλησίαζε ξανά; Μετά από τόσο καιρό; Θα τον δεχόταν πίσω; Ακόμα και αν ένιωθε πως είχε αλλάξει, θα είχε πλέον σημασία;

Όλα αυτά τα ερωτήματα εξαφανίστηκαν ένα απόγευμα.

Είχε μόλις τελειώσει την δουλειά και ζέσταινε το νερό, για ένα γρήγορο ντους. Τα μάτια του θόλωσαν και έχασε την ισορροπία του. Προσπάθησε να πιαστεί από τον νιπτήρα, αλλά τα χέρια του γλίστρησαν, όταν ένας οξύς πόνος χτύπησε με δύναμη το στήθος του.

Κατέληξε στο πάτωμα, ασθμαίνοντας. Οι φωνές γύρω του έγιναν εκκωφαντικές και ύστερα χάθηκαν. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Τα άκρα του ήταν βαριά και τα βλέφαρά του έτσουζαν, στην προσπάθεια να τα ανοίξει.

Η μορφή της μητέρας του τρεμόπαιξε μπροστά του, σαν φάντασμα από μια ξεχασμένη εποχή. Έτσι ένιωθε και εκείνη; Πώς άντεχε όλο αυτό τον πόνο; Πώς υπέμενε, ενώ ένιωθε ότι ο χρόνος της τελείωνε;

Ο Ορφέας θα μάθαινε σύντομα. Η καρδιά του χτύπησε ξανά, οι πνεύμονές του κατάφεραν να γεμίσουν με αέρα, καθώς το σώμα του μυρμήγκιαζε από το αίμα που έρεε πάλι στις φλέβες του. Και ο δικός του χρόνος τελείωνε. 

Αλφα ΣτερητικόDove le storie prendono vita. Scoprilo ora