Κεφάλαιο 14ο

459 51 1
                                    


Η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ χτύπησε την Θέμιδα κατευθείαν στην καρδιά, όπως έμπαινε στο μαγαζάκι της γιαγιάς της. Εκείνη την ώρα το μηχάνημα κοπής του καφέ αγκάλιαζε με τον ευχάριστο θόρυβό του το εσωτερικό. Η διάθεσή της έφτιαξε αμέσως.

Ο Στέλιος κρατούσε έναν παραδοσιακό ασημένιο δίσκο, που πάνω του κουβαλούσε ελληνικούς. Έξω στα τραπεζάκια λιάζονταν μερικοί παππούδες, διαβάζοντας την καθημερινή εφημερίδα τους.

Η Θέμις χαμογέλασε στον Στέλιο. "Άσε με να το πάρω εγώ αυτό". Του πήρε τον δίσκο και ο Στέλιος έσκυψε δίπλα του.

"Δύο γλυκοί, στους παππούδες στην γωνία. Ένας σκέτος στον κύριο Γρηγόρη που έχει ακουμπήσει το γκρι καπέλο του πάνω στην καρέκλα και ένας μέτριος μαζί με το νεραντζάκι, στον μελαγχολικό κύριο, κάτω από τον πλάτανο".

Η Θέμις σέρβιρε τους πρώτους τρεις άντρες και τελικά έφτασε στον άντρα κάτω από την πλατανιά. Ακόμα και έτσι όπως ήταν σκυμμένος είχε λυγερό σώμα. Κρατούσε ένα βιβλίο και διάβαζε στην σκιά. Είχε περιποιημένο μουστάκι και μακρόστενο πρόσωπο.

"Ορίστε το καφεδάκι σας", το ακούμπησε πάνω στο σιδερένιο, μαύρο τραπεζάκι προσεχτικά," και το νεραντζάκι σας".

"Σε ευχαριστώ πολύ, νεαρή μου". Έκλεισε το βιβλίο του και την κοίταξε εξεταστικά με τα ζεστά του μάτια.

"Σας αρέσει ο Καβάφης;" Ρώτησε η κοπέλα, που είχε αναγνωρίσει την ιδιόρρυθμη φιγούρα τού στο εξώφυλλο.

"Είναι καλή παρέα τα ζεστά πρωινά, σαν αυτό. Και εσύ πρέπει να είσαι η εγγονή του Θεμιστοκλή. Η Θέμιδα, αν δεν με έχει εγκαταλείψει ακόμα η μνήμη μου". Η Θέμις ένευσε καταφατικά. "Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο παππούς σου σού έδωσε αυτό το όνομα. Δεν ήταν καν το θηλυκό του Θεμιστοκλής".

"Δυστυχώς, όταν μου δημιουργήθηκε και εμένα αυτή η απορία, ήταν πολύ αργά".

"Όπως και να έχει, είναι όμορφο όνομα". Της απάντησε ειλικρινά. "Σου αρέσει ο Καβάφης;"

"Πολύ".

"Κανένα ποίημα που να έχεις ξεχωρίσει;"

"Τα παράθυρα". Ο άντρας χαμογέλασε και σήκωσε το κιτρινισμένο βιβλίο, ξεκινώντας να το ξεφυλλίζει. Όταν σταμάτησε σε μια σελίδα προς το τέλος, τα μάτια του έλαμψαν όπως κινιόντουσαν από αριστερά προς τα δεξιά.

"Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ, για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει". Κοίταξε την Θέμιδα και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. "Είσαι το κάτι άλλο, νεαρή μου. Κοίτα όμως να μην σε στείλει σε δύσβατα μονοπάτια ο φόβος σου να ζήσεις".

Αλφα ΣτερητικόWhere stories live. Discover now