Κεφάλαιο 44ο

270 39 6
                                    

Μπήκε μέσα στο σπίτι, με τον Ορφέα να την ακολουθεί κατά πόδας. Δεν μπορούσε να συνηθίσει ακόμα την παρουσία του στον χώρο. Ήταν λες και την στοίχειωνε το φάντασμά του. Την ακολουθούσε παντού με το βλέμμα του, λες και θα εξαφανιζόταν από την μια στιγμή στην άλλη. Και αυτή όμως, απέφευγε να τον ακουμπήσει. Ένιωθε πως με αυτό τον τρόπο θα έκανε την κατάσταση κάπως πιο μόνιμη. Θα έπαυε να φαντάζει όνειρο και θα διαλυόταν με το πρώτο φως της ημέρας.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο, τον ήλιο που είχε ανέβει ήδη ψηλά. Μετά κοίταξε τον Ορφέα. Ήταν ακόμα εκεί, πέρα για πέρα αληθινός. Στεκόταν κάπως άβολα, δίχως να ξέρει τι να κάνει με τα άκρα του. Την μια σταύρωνε τα χέρια, την άλλη τα έβαζε μέσα στις τσέπες του. Είχε ξεχάσει πόσο επιβλητική μορφή είχε. Μια ανάμνηση έπαιξε μπροστά στα μάτια της.

Ο ίδιος Ορφέας κάποτε δεν σήκωνε κουβέντα. Ήταν καυστικός και απόλυτος. Της φαινόταν λες και είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή από τότε. Ήταν λες και κάποιος του είχε διδάξει τι θα πει φόβος. Πλέον ζύγιζε κάθε λέξη του.

Κάθισαν στην κουζίνα και η Θέμις έβαλε να φτιάξει καφέ. Ήταν όρθια πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες, αλλά ο ύπνος δεν αποτελούσε προτεραιότητα. Σέρβιρε τους καφέδες τους και έψαξε το πακέτο με τα τσιγάρα, που είχε παρατημένο στην κουζίνα. Μια αυθόρμητη κίνηση, που είχε υιοθετήσει τον τελευταίο χρόνο. Άναψε το τσιγάρο, με συνοπτικές διαδικασίες και τράβηξε μια μεγάλη τζούρα, για να καθαρίσει τις σκέψεις της. Ύστερα έστρεψε την προσοχή της στον Ορφέα.

Το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει, όπως την παρατηρούσε. «Πότε το άρχισες;». Ρώτησε τελικά.

«Πάει καιρός. Καλά, μην φανταστείς. Κάνω ένα το πρωί με τον καφέ και ένα στην δουλεία, όταν δεν έχει κόσμο».

Ο Ορφέας έτριψε το πιγούνι του, με τα πράσινα μάτια του να την κοιτάνε σταθερά. Της ήταν αδύνατο να τον κοιτάξει κατάματα. Το στομάχι της ανακατευόταν. «Εσύ τα κορόιδευες αυτά. Να δεις πως τα έλεγες... Α, ναι. Ηλίθιες εξαρτήσεις».

«Και άλλα πράγματα κορόιδευα και τώρα τα λούζομαι». Το είπε σαν αστείο, αλλά ο Ορφέας δεν γέλασε.

«Υποθέτω ότι έχω πολλά να σου πω».

«Καλή υπόθεση». Ήπιε μια γουλιά καφέ και συνέχισε. «Δεν χρειάζεται να βιαστείς, πάντως. Αλήθεια, όμως, πόσο καιρό είσαι στο νησί;».

«Χτες το βράδυ έφτασα. Για να είμαι ειλικρινής, έχω καταχραστεί τις αντοχές μου, αλλά δεν θέλω να ξεκουραστώ ακόμα».

Αλφα ΣτερητικόTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang