Παρελθόν v2

66 5 1
                                    

Η Εύα ήταν ενθουσιασμένη που επιτέλους μετά από αρκετό καιρό θα έβγαινε. Το προηγούμενο βράδυ που συναντήθηκαν στο σπίτι του Θοδωρή η Βέρα της πρότεινε να βγούνε για καφέ. Επιτέλους ένιωθε πως όλα σιγά σιγά έμπαιναν σε μια σειρά και βρήκε πάλι την όρεξη της. Είδε την ώρα στο ρολόι χειρός της και αποφάσισε πως έπρεπε να ντυθεί. Σηκώθηκε από το διπλό κρεβάτι και άνοιξε την ντουλάπα απέναντι της αρχίζοντας να ψάχνει για το τι θα φορέσει. Όταν ήταν έτοιμη και αφού ακόμα ήταν νωρίς αποφάσισε να διαβάσει ένα βιβλίο ώσπου να έρθει η Βέρα για να την πάρει. Η Βέρα της έδινε την εντύπωση μιας δυναμικής παρουσίας που κατάφερνε αυτό που ήθελε με κάθε τρόπο. Είχε ανάγκη αυτή τη στιγμή την ώθηση μιας τέτοιας γυναίκας την οποία ήθελε πολύ να δει σαν φίλη. Με τις συνομήλικες της δεν είχε και πολλά κοινά και δεν είχαν στενή σχέση παρά μόνο στο πλαίσιο παρέας. Έπιασε λοιπόν το βιβλίο στα χέρια της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ που δεν άκουσε την μητέρα της που την φώναζε πάρα μόνο όταν μπήκε στο δωμάτιο.
-Άντε βρε κορίτσι μου σε φωνάζω πόση ώρα, έχει έρθει η φίλη σου.
Ε- Είχα απορροφηθεί πάω (είπε και σηκώθηκε χαρωπά).

- Εύα μου!

- Ναι μητέρα πες μου.

- Να περάσεις καλά σήμερα. Έχει περάσει πολύ καιρός από την απώλεια του πατέρα σου και η ζωή συνεχίζεται πόσο μάλλον για σένα που είσαι στη πιο όμορφη ηλικία.

- Εντάξει!

- Θα είναι και αυτός ο φίλος σου που βγαίνατε;

- Ποιος;

- Ο Ραφαήλ νομίζω; Έτσι νομίζω μου την είχες πει.

- Όχι δεν θα είναι.

Η μητέρα της σε αυτή της την εικόνα χαμογέλασε. Είχε καταλάβει ότι η κόρη της επιτέλους είδε έναν άντρα ερωτικά και όχι απλά για να περνάει την ώρα της και χάρηκε που θα ένιωθε αυτό το όμορφο συναίσθημα. Η ίδια δεν είχε ερωτευτεί τον άντρα της, παντρεύτηκαν μέσω προξενιού. Είχε κάνει προσπάθειες για να τον αγαπήσει αλλά η συμπεριφορά του άντρα της συνηγορούσε στο αντίθετο. Παρόλα αυτά έκρυβε καλά τα συναισθήματα της για χάρη των παιδιών της και του κόσμου που ήταν πάντα το επίκεντρο στο μυαλό του άντρα της. Τώρα χαιρόταν που επιτέλους μετά από καιρό το κοριτσάκι της βρήκε και πάλι την ζωντάνια του. Ήξερε πως αγαπούσε πολύ τον πατέρα της και αυτός την λάτρευε εξάλλου, έβλεπε σε αυτή την συνέχεια του μιας και ο γιος τους ήταν ασταθής αλλά δεν ήθελε η απώλεια του να την κάνει να παρατήσει την ζωή της. Κατεβαίνοντας στο σαλόνι είδε τα δύο κορίτσια να την χαιρετούν και να φεύγουν γρήγορα για την βόλτα τους.Στον δρόμο για το κέντρο της πόλης όπου και θα έπιναν τον καφέ και θα έκαναν την βόλτα τους άρχισαν να σχολιάζουν για τα ρούχα. Μπορεί να ήταν ένα ανιαρό θέμα, αλλά το είχε ανάγκη να μιλήσει με κάποιον για κάτι εκτός από τη δουλειά, τα χρέη και όλα τα συναφή. Όταν έφτασαν και αφότου έκαναν μια βόλτα κάθισαν σε μια μικρή καφετέρια που από ότι την πληροφόρησε η Βέρα έκαναν τα καλύτερα κουλουράκια κανέλας. Αφού παρήγγειλαν άρχισαν να μιλάνε για διάφορα θέματα όπου η συζήτηση ήρθε στις οικογένειες τους. Η Βέρα της εκμυστηρεύτηκε ότι η οικογένεια της δεν ήταν και πολύ αξιόλογη. Η μητέρα της ήταν πόρνη και ο πατέρας της κάποιος πλούσιος που δεν της είχε πει ακόμα το όνομα του. Όπως ήταν λοιπόν φυσικό δεν τον γνώρισε ποτέ, αλλά πάντα έστελνε χρήματα. Ωστόσο η μητέρα της συνέχισε να δουλεύει και έτσι μύησε και την ίδια σε όλο αυτό. Υπήρχε μια βασική διαφορά όμως! Η Βέρα δεν συνουσιαζόταν με κάποιον που δεν ήθελε. Υπήρχαν όμως φορές που την έβαζαν να συντροφεύει άτομα της νύχτας έτσι ώστε να τους αποσπάσει διάφορες πληροφορίες. Νέα και όμορφη ήταν το δέλεαρ κάθε άντρα. Αυτό ήταν κάτι που δε μπορούσε να αποφύγει. Η Εύα γρήγορα κατάλαβε ότι η Βέρα δεν ήταν πόρνη με την κλασική έννοια όπως πίστευε αρχικά. Αντίθετα ήταν μια κοπέλα η οποία αναγκάστηκε να μεγαλώσει απότομα. Αναγκάστηκε να εκτελεί τις εντολές άλλων χωρίς η ίδια να το θέλει, όμως δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά αφού την απειλούσαν.Η Εύα ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει και αυτή στην Βέρα για την ζωή της εξάλλου την ένιωθε αρκετά κοντά της. Της είπε για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με τον αδερφό της και το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόταν έπειτα από το θάνατο του πατέρα της.Η Βέρα την άκουγε με προσοχή και όταν τελείωσε της έκανε μια ίσως αδιάκριτη ερώτηση.Β- Ο θάνατος του πατέρα σου, σου κόστισε πολλά. Πως τον αντιμετώπισες;Ε- Ακόμα δεν τον αντιμετώπισα ολοκληρωτικά ακόμα προσπαθώ (της απάντησε με ειλικρίνεια η Εύα)Β- Ότι χρειαστείς να ξέρεις είμαι εδώ, μη διστάσεις. Μακάρι να είχα και εγώ μνήμες από τον πατέρα μου κι ας έφευγε νωρίς.Είπε γλυκά η Βέρα η οποία είδε στο πρόσωπο της Εύας ένα γλυκό κορίτσι που είχε να αντιμετωπίσει έναν αρκετά δύσκολο κόσμο. Ήξερε ότι πολλά από τα χρέη που είχε ο πατέρας της δεν ήταν από και πολύ νόμιμες δουλειές. Έτσι ένιωσε την ανάγκη να την βοηθήσει όσο μπορούσε. Περισσότερο το έκανε όμως επειδή της θύμισε τον εαυτό της, έβλεπε τον φόβο για το άγνωστο στα μάτια της, τον ίδιο φόβο που είχε νιώσει και η ίδια. Μόλις είδε την Εύα βουρκωμένη αμέσως έσπευσε να αλλάξει κουβέντα.Β-Και λοιπόν τι τρέχει με το Θοδωρή;Ε-Τίποτα τι να τρέχει;Β-Βλέπω ότι αρέσετε ο ένας στον άλλον για αυτό.Ε-Είμαστε απλά φίλοι τίποτα άλλο.Β- Το βλέμμα του άλλα λέει όμως!Ε-Είμαστε καλοί φίλοι απλά.Η Βέρα αποφάσισε να μη το συνεχίσει. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να κάνει την Εύα να νιώσει άβολα. Η συζήτηση τους πήγε σε άλλα θέματα και έτσι η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Όταν έφτασαν στο σπίτι ή Εύα ευχαρίστησε την Βέρα για τον καφέ και για το πόσο ωραία πέρασαν. Επιτέλους μου έφυγε ένα βάρος σκέφτηκε από μέσα της μιας και η κουβέντα με τη Βέρα ήταν κατά κάποιον τρόπο λυτρωτική για αυτή.  

Συνάντηση με το πεπρωμένοWhere stories live. Discover now