Η Γιασμίνη ήταν η Τρίτη γυναίκα που αδιαφόρησε εντελώς για τον χαμό της Νεζίλ. Τα νέα τα έμαθε λίγο πριν μπει στη μεγάλη τραπεζαρία για το πρωινό, αλλά η μόνη της αντίδραση ήταν το ανασήκωμα των ώμων με αδιαφορία. Στην κοπέλα που περπατούσε δίπλα της το μόνο που είπε ήταν πως η μικρή αυτή δε θα έλειπε από κανέναν και πως αφού αποφάσισε να τελειώσει τη ζωή της έτσι άδοξα, τότε προφανώς θα ήταν δειλή άρα κι ανάξια να ζει εκεί μέσα. Η άλλη την είχε κοιτάξει περίεργα αλλά ξέροντας πόση επιρροή διέθετε στο χαρέμι επέλεξε να μην σχολιάσει καμιά από τις κουβέντες της και να συνεχίσει ήσυχα το δρόμο της. Την προηγούμενη νύχτα, ο σουλτάνος Άχραντ είχε φερθεί κάπως πιο ευγενικά στη Γιασμίνη ρωτώντας την στο τέλος αν είχε κανένα παράπονο ή κάποια ανικανοποίητη επιθυμία. Εκείνη είχε αρπάξει την ευκαιρία που της δόθηκε και του ζήτησε να μεταφερθεί σε κάποιο άλλο διαμέρισμα που είχε μεγαλύτερα παράθυρα άρα και καλύτερη θέα στους κήπους. Πρόσθεσε κάπως άτολμα πως αυτό που λαχταρούσε επιπλέον ήταν ένα μεγάλο τεχνητό σιντριβάνι να τη συντροφεύει με τον χαρούμενο ήχο του που τη βοηθούσε να χαλαρώνει. Ο σουλτάνος που φαινόταν στα κέφια του, αν κι αυτό και πρόσκαιρο ήταν δεδομένης της κατάστασης μα και τελείως παράδοξο, της υποσχέθηκε πως την επόμενη κιόλας μέρα θα τα κανόνιζε όλα με τη βαλιντέ και πως η Γιασμίνη θα είχε όσα του ζήτησε μόλις. Κι ύστερα της έκανε ξανά έρωτα και την έστειλε στο διαμέρισμα της, χαρίζοντας της κι άλλα διαμάντια, μεγάλα και πανέμορφα.
Μετά το πρωινό η Γιασμίνη ήταν αποφασισμένη να επιστρέψει στο διαμέρισμα της για να επιβλέψει την γυναίκα που τη φρόντιζε καθώς εκείνη θα μάζευε τα πράγματα της σιγά- σιγά, τα οποία δεν ήταν και λίγα κι επιπλέον κόστιζαν πανάκριβα. Πέρασε πάντως για λίγο από το δωμάτιο στο οποίο είχαν αρχίσει κιόλας να προετοιμάζουν τη Νεζίλ για την τελευταία της κατοικία, αν κι αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να μη σχολιαστεί αρνητικά, κι ύστερα κατευθύνθηκε προς το δικό της διαμέρισμα. Είδε πως η γυναίκα που τη φρόντιζε έλειπε από εκεί κι αυτό την εκνεύρισε. Όλα της τα πράγματα παρέμεναν μέσα στις κασέλες τους, καμιά από τις οποίες δεν είχε μετακινηθεί ούτε ένα εκατοστό. Έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές κι ετοιμάστηκε να φωνάξει για να την ακούσει η άλλη όμως μια κίνηση κάπου από πίσω της την ανάγκασε να σταματήσει. Στράφηκε να δει ποιος στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας της και διαπίστωσε με ξάφνιασμα έντονο πως αυτός που την κοιτούσε σχεδόν απροκάλυπτα μα πάντα ευγενικά, δεν ήταν άλλος από τον ομάρ. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τον διώξει όμως δεν το έκανε, ήθελε να τα δει από πιο κοντά τα μάτια του, έτσι του έγνεψε να μπει και να κλειδώσει, πράγμα που έσπευσε εκείνος να κάνει.
YOU ARE READING
Το δάκρυ της Σανζελ
RomanceΚάποτε, σε μια χώρα πολύ μακριά από εδώ, που δεν υπήρχε στους χάρτες, γεννήθηκε μια κοπέλα που η ομορφιά της πλήγωνε τα μάτια. Το όνομά της ήταν Σάνζελ, Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα της νύχτας, ενώ τα μάτια της αυτό του κεχριμπαριού. Από τότε που ήτ...