-είσαι όμορφη, σάνζελ. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Πιθανώς θα πονέσεις για μια στιγμή μα μετά όλα θα είναι εντάξει.
Η Κάζια έκλεισε το κασελάκι με τα χρώματα για τα χείλη. Της τα είχε βάψει με ένα κόκκινο γλυκό που τόνιζε ακόμη πιο πολύ την αγνότητα της Σάνζελ, προσδίδοντας της όμως έναν ερωτισμό που κανέναν άνδρα δε θα άφηνε εύκολα ασυγκίνητο.
-Φοβάμαι πολύ, μου μίλησε η μητέρα μου πριν φύγω και ξέρω τι με περιμένει αλλά όπως κι αν είναι τα πράγματα δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω.
Της χαμογέλασε η Κάζια και την άγγιξε απαλά στο πρόσωπο της που γυάλιζε από το μετάξι και τα αρωματικά λάδια. Είχε επιλέξει να την αρωματίσει με τριαντάφυλλα, άνθη λεμονιάς και μανόλια, και πίστευε πως ο συνδυασμός όλων αυτών είχε φέρει τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα.
-Τίποτα δε θα χρειαστεί να πεις, εκτός κι αν σε ρωτήσει κάτι ο μεγαλειότατος. Αν γίνει κάτι τέτοιο, τότε φρόντισε να απαντήσεις απλά και χωρίς πονηριά. Δε θα δυσκολευτείς να το κάνεις αυτό με τον χαρακτήρα που έχεις. Για τίποτα δε θα διαμαρτυρηθείς και θα κρύβεις το πρόσωπο σου εκτός κι αν σου παραγγείλει να κάνεις το αντίθετο.
Έγνεψε καταφατικά η Σάνζελ κι αναστέναξε. Το ποτό είχε ναρκώσει ελαφρά τον ταραγμένο της νου, και είχε μαλακώσει την αγωνία που την κέντριζε ως πριν από λίγο για την οικογένεια της.
Άνοιξε τότε η πόρτα και μπήκαν μέσα οι δυο ευνούχοι που ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον να την πάνε ως την κρεβατοκάμαρα του μεγαλειότατου.
Η Κάζια τους έγνεψε να πλησιάσουν, μα πριν τους την παραδώσει, απέθεσε απαλά ένα φιλί στα μαλλιά της σάνζελ.
-Θα δεις που όλα θα πάνε καλά, θα δεις πως μέρες καλύτερες θα έρθουν πια για εσένα.
Οι δυο άνδρες αν και βιάζονταν να την πάρουν από εκεί μέσα, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να την απομακρύνουν, κι αυτό επειδή ήξεραν πως η Κάζια έκανε κουμάντο στον χώρο αυτόν. Όταν εκείνη ανασηκώθηκε, πήραν τη Σάνζελ από τις μασχάλες και την έβγαλαν έξω χωρίς λέξη.
Εκείνη έτρεμε πάλι, όπως τη μέρα που έφευγε για τελευταία φορά από το σπίτι της, ωστόσο επειδή ήθελε και να κοιτάξει καλά το παλάτι και τους λαβυρίνθους από τους οποίους περνούσαν, πάλεψε να αγνοήσει όσα ένιωθε.
Προσπέρασαν πόρτες πολλές, κλειστές και με διάφορα σύμβολα πάνω τους. Μια δυο φορές της φάνηκε πως άκουσε μουσική να βγαίνει μέσα από τη μια, ενώ κάποτε νόμισε πως άκουσε τους πνιχτούς ήχους από το σμίξιμο ενός ζευγαριού. Οι δυο ευνούχοι πάντως πουθενά δεν κοντοστάθηκαν. Μόνο όταν έφτασαν έξω από μια πόρτα διπλή, που είχε πάνω της φτιαγμένο από χρυσάφι το σύμβολο εξουσίας του σουλτάνου της σάρτζα έπαψαν να προχωρούν. Ο ένας την άνοιξε, ενώ ο άλλος μπήκε μέσα οδηγώντας τη σάνζελ. Άσχημα δεν τη μεταχειριζόταν, μα οι κινήσεις του ήταν σταθερές κι επιτακτικές.

ВЫ ЧИТАЕТЕ
Το δάκρυ της Σανζελ
Любовные романыΚάποτε, σε μια χώρα πολύ μακριά από εδώ, που δεν υπήρχε στους χάρτες, γεννήθηκε μια κοπέλα που η ομορφιά της πλήγωνε τα μάτια. Το όνομά της ήταν Σάνζελ, Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα της νύχτας, ενώ τα μάτια της αυτό του κεχριμπαριού. Από τότε που ήτ...