Το πρωί των γενεθλίων για τα 15 της χρόνια, ξύπνησε η όμορφη και γλυκιά σάνζελ με την ψυχή της βαριά και με το χαμόγελο μακριά από τα σαρκώδη της χείλη που θύμιζαν ώριμα ζουμερά κεράσια. Οι γονείς της την είχαν προετοιμάσει από μέρες για τη μεγάλη αλλαγή που θα συντελούταν στη ζωή της, κυρίως η φτωχή της μητέρα της εξηγούσε με δάκρυα στα μάτια πως όσο κι αν δεν το ήθελε δε μπορούσε να αρνηθεί τα χρήματα του σουλτάνου. Την είχε δει στην αγορά μικρότερη όταν ήταν, όχι πως δεν το φορούσε το πέπλο η καημένη, μα κάποια στιγμή της γλίστρησε από το πρόσωπο, και η στιγμή αυτή ήταν αρκετή για να στείλει εκείνος άνθρωπο να πει στους γονείς της πως την ήθελε για στολίδι στο χαρέμι του. Ψαράς ήταν ο πατέρας της και τα χρήματα που έβγαζε έφταναν μόλις για ένα κομμάτι ψωμί, κι είχαν κι ένα ακόμη παιδί να θρέψουν που ήταν άρρωστο και χρειαζόταν φάρμακα και παρακολούθηση.
Γλίστρησε από τα φτωχά της στρωσίδια και πήγε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της. Η μητέρα της το περασμένο βράδυ την είχε βοηθήσει να λουστεί και να πλυθεί με ένα καλό σαπούνι που το είχε κρυφά φυλαγμένο για την ίδια. Της εξήγησε πως αμέσως μόλις θα έφτανε στο χαρέμι θα την αναλάμβαναν χέρια έμπειρα, της είπε πως θα την έντυναν με υφάσματα σπάνια κι ακριβά, και πως θα τη στόλιζαν με πέτρες δυσεύρετες. Την φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού κλαίγοντας και την παρακάλεσε να φερθεί με σύνεση, ευγένεια και ταπεινότητα, ζητώντας της να έχει στο νου πως της γινόταν τιμή μεγάλη που θα έμπαινε εκεί μέσα.
Η σάνζελ δεν ήθελε να πάει, αν ήταν στο χέρι της θα παρέμενε στο μικρό πέτρινο σπίτι των γονιών της, να βοηθάει στις δουλειές και να φροντίζει την άρρωστη αδερφή της, όμως πουθενά δε μετρούσε η δική της βούληση.
Λίγο αργότερα της χτυπούσε την πόρτα η μητέρα της φέρνοντας της να φάει λίγο ψωμί με μέλι καθώς και δυο τρεις αποξηραμένους χουρμάδες που τους είχε στερηθεί η ίδια για να τους της δώσει.
-Να ζήσεις κόρη μου, να ζήσεις καλά και να λάμψεις, να προσέχεις και να μην τσακώνεσαι με καμιά. Φθονερές είναι όλες τους και θα σε κατασπαράξουν αν σε βρουν αδύναμη.
Η Σάνζελ την αγκάλιασε και την έσφιξε.
-δε θέλω, δε θέλω να πάω μαμά μου... Φοβάμαι, εγώ δεν ξέρω από τέτοια κόλπα...
-Θα σε μυήσουν ψυχή μου αυτές που πρέπει, λίγο αίμα θα δεις στην αρχή, κι ένα κάψιμο θα νιώσεις μα μη φοβηθείς, τίποτα κακό δε θα πάθεις.

ВЫ ЧИТАЕТЕ
Το δάκρυ της Σανζελ
Любовные романыΚάποτε, σε μια χώρα πολύ μακριά από εδώ, που δεν υπήρχε στους χάρτες, γεννήθηκε μια κοπέλα που η ομορφιά της πλήγωνε τα μάτια. Το όνομά της ήταν Σάνζελ, Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα της νύχτας, ενώ τα μάτια της αυτό του κεχριμπαριού. Από τότε που ήτ...