Στη μοναξιά του προσωπικού της διαμερίσματος άφησε η Σάνζελ ελεύθερο τον εαυτό της. Την Κάζια διόλου δεν τη ντρεπόταν κι έτσι μπόρεσε να βγάλει από μέσα της όλο της το φόβο και τη θλίψη. Με μια και μόνη κίνηση πέταξε από πάνω της τα κοσμήματα που φορούσε κι άρχισε να λύνει τα μαλλιά της νευρικά, αδιαφορώντας για τον πόνο που προκαλούσε στον εαυτό της.
-τι κάνεις κορίτσι; Τρελάθηκες;
Η κάζια πήγε από πίσω της και της έδωσε μια σπρωξιά έτσι που βρέθηκε πάνω σε ένα χαμηλό μαξιλάρι.
-άφησε με σε παρακαλώ, δεν τα θέλω τα στολίδια.
Η σάνζελ με το ένα της χέρι άρχισε να τρίβει εκείνο που φορούσε το βραχιόλι της λάιρα.
Βέβαια η Κάζια δεν της έδωσε σημασία, μόνο άρχισε να ασχολείται η ίδια με τα μαλλιά της κοπέλας παρακολουθώντας την παράλληλα.
-δε μου λες, αυτό γιατί το τρίβεις; Σε πονάει; Σε ενοχλεί;
Η Σάνζελ που είχε μόλις καταλάβει πως δε θα έβγαζε τίποτα παλεύοντας, σταμάτησε και προσπάθησε να την κοιτάξει.
-δεν είμαι σίγουρη, εδώ και κάμποση ώρα ένιωσα περίεργα το χέρι μου. Αχ, να το πάλι.
Παράτησε στην άκρη τη χτένα και τα τσιμπιδάκια η Κάζια και σηκώθηκε.
-Τι νιώθεις;
Η Σάνζελ που δεν είχε δώσει καμιά σημασία στα δικά της προβλήματα βάλθηκε να σκέφτεται.
-Ένα ελαφρύ μούδιασμα... κι ένα τσίμπημα... αχ...
-Πανάθεμα την.
Όσο πιο γρήγορα μπορούσε βάλθηκε η Κάζια να παλεύει με το κούμπωμα του κοσμήματος. Μα όσο κι αν πάσχιζε για κάποιο λόγο εκείνο δεν άνοιγε. Κάποια στιγμή η σάνζελ ξεφώνησε δυνατά.
-άφησε το Κάζια, με πονάει, είναι σαν να μου σφίγγει κάποιος το χέρι μου.
-Δεν το καταλαβαίνεις πως πρέπει να το βγάλω αυτό το πράγμα από τον καρπό σου; Κάτι του έχει βάλει η Λάιρα.
-σαν τι; Ένα απλό...
Επιτέλους μπόρεσε η Κάζια να ανοίξει το κούμπωμα, λίγο ακόμη και θα το έσπαγε πάνω στην προσπάθεια.
Το πέταξε μακριά από την κοπέλα και μετά της ανασήκωσε ψηλά το χέρι για να μπορέσει να το εξετάσει με την ησυχία της. Η σάνζελ την είδε να συνοφρυώνεται μέσα σε λίγες στιγμές.
-Το χέρι σου είναι κατακόκκινο κι έχει ήδη αρχίσει να πρήζεται. Μα πώς δεν πήρες τίποτα χαμπάρι νωρίτερα;

ВЫ ЧИТАЕТЕ
Το δάκρυ της Σανζελ
Любовные романыΚάποτε, σε μια χώρα πολύ μακριά από εδώ, που δεν υπήρχε στους χάρτες, γεννήθηκε μια κοπέλα που η ομορφιά της πλήγωνε τα μάτια. Το όνομά της ήταν Σάνζελ, Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα της νύχτας, ενώ τα μάτια της αυτό του κεχριμπαριού. Από τότε που ήτ...