Vice
versa.
(Αντίστροφα)
—(Σου ζητώ συγγνώμη αν δεν είναι αυτό που περιμένεις, μα να έχεις στο νου σου, δεν ήταν ούτε αυτό που περίμενα εγώ.
Υποθέτω θα ανακαλύψουμε μαζί το χρώμα στο μελάνι απόψε)Έχω τόσα πολλά να πω, τόσα γαμημένα πολλα πράγματα να πω, που με πνίγουν.
Στο λέω, με πνίγουν.
Βουλιάζω αθόρυβα σε λέξεις, που πέφτουν η μια πάνω στην άλλη, που συγκρούονται και σηκώνουν κύματα,
κύματα ψηλά, ταραγμένα,
κύματα επικίνδυνα.
Λέξεις σαν αλμυρό νερό εισβάλουν στο στόμα μου αυθαίρετα, μου κόβουν την ανάσα, μου κόβουν το οξυγόνο.Θέλω να ξεβράσω στην ακτή την αγάπη, την λύπη, θέλω να ζωγραφίσω στην άμμο την προδοσία και να χτίσω με κοχύλια κάστρα ψηλά για κάθε μικρό ή και μεγάλο προβληματισμό μου, θέλω με πέτρες να δημιουργήσω αναταράξεις πάνω στα ημέρα αλμυρά νερά.
Αντιδιαστολές γεννιούνται μέσα μου και δεν μπορώ να μιλήσω.
Όχι γιατί δεν ξέρω πως.
Μα γιατί κανείς δεν ακούει πραγματικά.Και αυτό δεν είναι το δίλλημα κάθε ανθρώπου;
«Να μιλήσω;»
«Αξίζει να μιλήσω;»
«Θα ακουστώ;»
Αυτό.Η εκκωφαντική φασαρία της ρουτίνας πατάει την φωνή μου βλέπεις. Οι διαπεραστικές κόρνες άλλων προβλημάτων, οι σειρήνες διαφορετικών συνθηκών και τα φανάρια που αναβοσβήνουν προκειμένου να ρυθμιστεί μια φαινομενική κανονικότητα μέσα σε μια πόλη γεμάτη ανθρώπους που τρέχουν για να προλάβουν συνεχώς κάτι.
Και οι άνθρωποι τρέχουν.
Τρέχουν δεξιά, τρέχουν αριστερά, ανεβαίνουν ανηφόρες, κατεβαίνουν κατηφόρες.
Πάντα κάτι κυνηγούν, συνήθως την ώρα.
Και η ώρα πάντα τρέχει.
Μα τρέχει γρηγορότερα από εκείνους.
Δεν την φθάνουν ποτέ.
Κυλάει ο χρόνος, κυλάει σαν τους κόκκους της άμμου μέσα από τα δάχτυλα τους, τρέχει σαν το αλμυρό νερό πάνω στο πρόσωπο τους.Και δεν μιλούν οι άνθρωποι,
δεν έχουν χρόνο βλέπεις.
Η δεν καταλαβαίνουν,
δεν έχουν ώρα για αυτά.Και μπαίνουν σε τρένα οι άνθρωποι, μπαίνουν σε τρένα «μουτζουρωμένα», τρένα βανδαλισμένα, από παιδιά που «καλά δεν τους έχουν μάθει να φέρονται;», «τρόπους δεν έχουν;», «αυτό είναι κοινόχρηστο!».
Τρένα που τρέχουν και είτε είναι «βανδαλισμένα» είτε όχι, θα τρέχουν ανεξάρτητα. Περίπου όπως κάνουν και οι άνθρωποι.
Μα η διαφορά των τρένων είναι, πως είναι «μουτζουρωμένα», -η καλύτερα-, ζωγραφισμένα, είναι καμβάδες με τα πιο έντονα χρώματα, τα πιο μελό στιχάκια, τα πιο αποτρόπαια σχόλια.
Δεν κουβαλούν μόνο ανθρώπους μέσα τους τα τρένα, κουβαλούν και σκέψεις παιδιών πάνω τους, κουβαλούν άχτι, κομματάκια ψυχής.
Κάτι που δεν συμβαίνει στους -περισσότερους- ανθρώπους.
YOU ARE READING
Pain
Romance«Έχει αρχή μα όχι τέλος και τελειώνει ότι αρχίζει.» ΘΑΛΑΣΣΑ: "Και δηλαδή τι τύπος άντρα είσαι;" Το σαρδόνιο χαμόγελο που στόλισε τα χείλη του ήταν ότι χρειάστηκε για να κάνει την καρδιά της να χτυπήσει σαν τρελή. "Εκείνος που θα γαμαει το μυαλό σου...