κεφάλαιο 4

1.1K 129 2
                                    

Την ίδια ώρα, σε ένα μοναστήρι μια ηλικιωμένη γυναίκα το εγκόσμιο όνομα της οποίας ήταν κάποτε Αναίς αναστέναζε και στριφογύριζε ανήσυχη στο κρεβάτι της. Το ήξερε καλά πως δεν της έμενε πολύς χρόνος ζωής, γι'αυτό ήταν τόσο αναστατωμένη. Βέβαια ένα μέρος της αγωνίας της οφειλόταν και στους πόνους που κατέτρωγαν σχεδόν όλο της το κορμί. Την είχαν πάει πολλές φορές στο νοσοκομείο κι εκεί είχε υποβληθεί σε πλήθος εξετάσεων οι οποίες έδειχναν ωστόσο το ίδιο αποτέλεσμα κάθε φορά.

Τον καρκίνο είχε αργήσει πολύ να τον αντιληφθεί έτσι ύπουλος που ήταν. Είχε ξεκινήσει από το στήθος της και στη συνέχεια είχε γλιστρήσει σιγά-σιγά μέσα στη μήτρα της. Όταν τα προβλήματα έγιναν πια εμφανή τα πράγματα είχαν προχωρήσει άσχημα πια.

Την τελευταία φορά που είχε νοσηλευθεί, πριν από λίγες μέρες δηλαδή, της είχαν προτείνει να μείνει εκεί για να υποβληθεί σε άλλη μια σκληρή χημική θεραπεία. Δεν είχε διστάσει καθόλου να τους πει πως το μόνο που ήθελε ήταν να επιστρέψει στο κελί της στο μοναστήρι για να πεθάνει ειρηνικά.

Η επιθυμία της βέβαια όπως ήταν λογικό εισακούστηκε, έτσι την είχαν μεταφέρει πίσω εκεί όπου ζούσε για τα τελευταία 25 χρόνια περίπου.

Είχε βασανιστεί πολύ στη διάρκεια της ζωής της και δεν την πείραζε καθόλου που ετοιμαζόταν να φύγει τώρα πια. Είχε γευτεί σχεδόν τα πάντα, από τα ομορφότερα συναισθήματα όπως ήταν ο έρωτας και η χαρά της μητρότητας, μέχρι τα χειρότερα και τα πιο δυσβάσταχτα όπως ήταν η απώλεια του παιδιού και του συζύγου της.

Όχι, το ταξίδι αυτό που θα πήγαινε τώρα θα αποτελούσε πραγματική λύτρωση γι'αυτήν.

Το μόνο που την κατέτρωγε ήταν ένα μυστικό, παλιό και σκοτεινό, βαμμένο με το πορφυρό χρώμα του αίματος, της ζήλιας και της απόλυτης απληστίας.

Το ήξερε πολύ καλά πως αν δεν υπήρχε το μυστικό αυτό να τη δένει με εκείνα που δεν θα έπρεπε τότε καμιά από τις τόσες της δυστυχίες δε θα την είχε πλήξει.

Μα τώρα πια όλα αυτά που αναλογιζόταν ήταν καμωμένα πια από πολύ καιρό πριν, κι όσο κι αν την στοίχειωναν οι γλυκόπικρες αναμνήσεις της τίποτα δεν άλλαζε.

Μόνο ο δισταγμός για το τι έπρεπε να κάνει τη βάραινε. Να μιλήσει; Κι αν το αίμα χυνόταν ξανά;

Να μη μιλήσει; Κι αν την έβρισκαν εκείνη εντελώς απροετοίμαστη όπως είχε γίνει και με την αδερφή της;

Η αδελφότητα των ΡόδωνWhere stories live. Discover now