Κεφάλαιο 6ο

3.5K 365 179
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο

"Θέλεις να με παντρευτείς ;"

Η ερώτηση βγήκε θα έλεγε κανείς αβίαστα από τα χείλη του. Τα γαλανά της ματια άνοιξαν διάπλατα μόλις τον άκουσε και κοίταξε τα καστανά δικά του, τα οποία την κοιτούσαν με κάποιο συναισθημα, απροσδιόριστο για εκείνη. Κόντευε να κοιμηθεί τόση ώρα που χάιδευε τα μαλλιά της και η τόσο σημαντική ερώτηση την είχε αποσυρει απότομα και βίαια από την αγκαλιά του Μορφέα.

Σιγή απλώθηκε γύρω τους για μερικά λεπτά. Το θρόισμα των φύλλων γέμισε την σιωπή, ήχος ο οποίος ανακατεύτηκε με τους σταδιακά αυξανόμενους χτύπους της καρδιάς της. Ξαφνικά, είχε ζεσταθεί τόσο, που δεν ένιωθε το δροσερό γρασίδι από κάτω της. Πρόσεξε πως και τα δικά του μαγουλα είχαν κοκκινησει, τόσο όσο τα δικά της.

"Δεν... Δεν κατάλαβα τι είπες." είπε εκείνη εντέλει. "Πήγαινε να με πάρει ο ύπνος." ήθελε να είναι βέβαιη για αυτό που της είχε πει.

"Ε... Ε... Δεν πειράζει, ξανακοιμησου!" της είπε βιαστικά και άφησε την ξανθιά τούφα που κρατούσε. Κοίταξε τα γαλανά της ματια, τα οποία αντί να κλείσουν, τον κοιτούσαν με περιέργεια. Πρόσεξε τις φακίδες που είχαν καλυφθεί από τα κοκκινισμένα μαγουλα της και χαμογέλασε, άθελά του. Αγαπούσε πολύ τις φακίδες της, αν και εκείνη συχνά ντρέπονταν για αυτές. Γενικώς, υπήρχαν πολλά πράγματα πάνω της για τα οποία ντρεπονταν, αλλά εκείνος τα αγαπούσε όλο και πιο πολύ.

Χάιδεψε το μέτωπο της, κάνοντας τις τούφες που είχαν πέσει πάνω του πέρα. Θαύμασε τα μεγάλα μάτια με τις μακριές βλεφαρίδες και τα χειλη της. Θα μπορούσε να την κοιτάζει για ώρες, μέρες, μήνες...

"Θέλω."

Η μέρα αυτή θα ήταν κακή.

Ήταν μια από αυτές τις ημέρες, όπου ήξερες πως κάτι κακό θα συνέβαινε. Όσο και αν προσπαθούσες να ξεχάσεις το άσχημο προαίσθημα, αυτό σε ακολουθούσε παντού καθ'ολη την διάρκεια της ημέρας.

H Ρενάτα προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι εκείνη την ημέρα με ένα χαμόγελο, αν και το μοναδικό πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα της και να μην βγει στον έξω κόσμο. Παρόλα αυτά, έπλεξε τα μαλλιά της σε μια πλεξούδα, φόρεσε το αγαπημένο της γκρενά ζιβάγκο με τις λευκές ρίγες και τις ψηλές μαύρες μπότες, που θα την προστάτευαν από την σημερινή κακοκαιρία. Κοιτάζοντας έξω, η βροχή έπεφτε βαριά και πυκνή. Δεν μπορούσε να δει πολλά από το παράθυρο της. Έπρεπε να είναι προσεκτική σήμερα.

Καρδιά Από ΧρυσάφιWo Geschichten leben. Entdecke jetzt