Κεφαλαιο 59ο

2.9K 263 143
                                    


"Μη μιλήσεις σε κανέναν για αυτό...ειδάλλως θα σε κάνω κομματάκια".

Γκρίζα μάτια που είχαν κοκκινήσει από το κλάμα τον κοίταξαν με παράπονο. Πονούσε. Η πλάτη του ειδικά και ο αυχένας του. Η μύτη του είχε κοκκίνησει τόση ώρα που πίεζε το προσωπό του στο στρώμα. Φαντάζονταν πως η κοκκινίλα αυτή υπήρχε και σε άλλα μέρη του σωματός του. Ηθελε να παραπονεθεί, όμως αδυνατούσε να βγάλει άχνα. Ο πατέρας του όντως θα τον έκανε κομματάκια αν μιλούσε ενώ του το είχε απαγορεύσει. Είχε κάνει κατι παρόμοιο ξανα και εκεινος του ειχε πεταξει το επιτραπεζιο που του ειχε φερει η γιαγια του για τα Χριστουγεννα, το τελευταίο δώρο που του είχε κάνει. Λίγες μέρες πριν τα γενεθλιά του, είχε φύγει... Ακόμη ενα άτομο που αγαπούσε, εξαφανιστηκε. Γιατι όσα αγαπούσε γινοντουσαν σκόνη; Μόνο αυτός ο ανθρωπος έμενε αλώβητος. Είναι αραγε τοσο μεγαλη δυναμη του κακου που κρατα τα τερατα εν ζωη; Ο Θεός που ειναι; Η Αγγελικη ελεγε πως με μια προσευχη σε Εκεινον, υπο την προυποθεση πως θα ηταν καλο παιδι, θα ακούγονταν. Ο Μιχαήλ προσεύχονταν κάθε βράδυ, κοιμόταν με την εικόνα της Παναγίας κατω απο το μαξιλάρι του, ωστόσο τίποτα δεν συνέβαινε. Μαλλον, τα πραγματα απλως χειροτέρευεαν.

"Θα κάθεσαι για πολύ ώρα εκεί; Αδειασε μου την γωνιά!"

Το παιδάκι σηκώθηκε απότομα, ακουγοντας τον πατέρα του να γελά χαιρέκακα.

Μόλις βγήκε απο το δωμάτιο, άρχισε να τρεχει. Όταν βγήκε στην αυλή, σταμάτησε. Είδε τις ψηλές πύλες και μια τεράστια εκταση καλυμμένη απο άχυρο να απλώνεται για χιλιομετρα. Ο ήλιος εδυε και τα ελουζε με το χρυσαφενιο φως του. Ήθελε να βγει και να τρεξει πιο πολυ, πιο γρήγορα, οσο μπορουσαν να τον πανε τα ποδια του... Ανωφελο όμως. Ακόμη και αν έφευγε, δεν είχε πουθενά να παει. Εδώ θα κατέληγε ξανά και ξανά, με τις τιμωρίες να γινονται όλο και χειρότερες.

"Θα σε κανω κομματακια

Θα σε κανω κομματακια".

Δεν υπήρχε διέξοδος!

"Μιχαήλ!"

Ανοίγοντας τα μάτια του, επανήλθε στο παρόν. Μέσα στο σκοτάδι, είδε την Ρενάτα να φεύγει απο πάνω του και να βγαίνει απο το δωμάτιο βιαστική, φορώντας το πουκαμισό του. Έμεινε να κοιτάζει την μισάνοιχτη πόρτα με τις ανάσες του να βγαίνουν γοργές απο το στόμα του. Ενιωθε λες και πνιγονταν, οι πνευμονες του δουλευαν σκληρα για να εισπνευσουν τον αερα, ο οποιος στιγμιαια του φανταζε μολυσμενος, βρωμικος και ταυτοχρονα αναγκαιος. Σηκώθηκε αργά, την στιγμή που η Ρενάτα επέστρεψε, κρατώντας ενα ποτήρι νερό. Το δεχθηκε με τεραστια ευγνωμοσύνη, συνειδητοποιώντας μολις τώρα ποσο ξερό ήταν το στόμα του. Αφησε το ποτηρι στην ακρη, άνοιξε το φως και κάθισε πιο άνετα πίσω. Η Ρενάτα τον κοίταξε ανήσυχη. Δεν είχε δει τον καθηγητή τόσο ταραγμένο πάλι. Μέσα στον υπνο του αρχισε καποια στιγμη να κουνιεται εντονα και να μουρμουρά, αδυνατούσε να καταλάβει τι έλεγε ωστόσο. Νόμισε σε καποιο σημείο πως θα έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κανει για να τον ηρεμήσει. Ευτυχώς που είχε ξυπνήσει έγκαιρα αλλιως θα είχε αρχισει να τον ταρακουνά. Αλλα και τωρα, ετρεμε. Μερικες φορές, ξεχνούσε πως ο Μιχαήλ δεν ηταν απλώς ο στωικός της καθηγητης...

Καρδιά Από ΧρυσάφιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora