Κεφάλαιο 15ο

3.1K 307 92
                                    

'Αυτό που μου συνέβη' σκέφτηκε, 'δεν ήταν όνειρο.'
-Φρανζ Κάφκα, Η Μεταμόρφωση.

Μπορεί να ακουγόταν παράξενο, ωστόσο ο Μιχαήλ σε γενικές γραμμές ήταν ένας άνθρωπος κοινωνικός. Ίσως το σκληρό βλέμμα και τα ψυχρά του μάτια να τρόμαζαν τους μαθητές του, παρόλα αυτά, όταν βρίσκονταν ανάμεσα στους συναδέλφους του, η αυστηρότητα έλειπε από το πρόσωπο του. Σε αυτή την αλλαγή ίσως οφείλονταν το γεγονός ότι οι περισσότεροι καθηγητές ήταν μεγαλύτεροι του και συνεπώς πιο έμπειροι από τον ιδιο. Ακόμη και αν δεν συμπαθούσε ορισμένους, είτε για τις οπισθοδρομικές τους απόψεις, είτε για αλλά ζητήματα που μάθαινε κατά καιρούς από φοιτητές και καθηγητές, ο Κλαρκ συνήθιζε να τους σέβεται όλους ούτως ή άλλως και μιλούσε μαζί τους, επιφυλακτικός μεν, διατηρώντας μια ευχάριστη διάθεση δε. Ενίοτε αναρωτιόταν αν η στάση του ήταν υποκριτική, αλλά δεν έδινε στον εαυτό του μια σαφή απάντηση.

"Όλοι μας είμαστε κατά βάθος υποκριτές. Άγιοι δεν υπάρχουν, όσο και αν τους δοξάζουν στις εκκλησίες."

Ανατρίχιασε, παίρνοντας μια γουλιά από το κρασί του και χαμογέλασε στην πρόεδρο του τμήματος ιταλικών σπουδών, προσπαθώντας να δώσει προσοχή σε αυτά που έλεγε. Διακριτικά, κοίταξε το ρολόι του. Ήταν έντεκα ήδη. Η ενημέρωση για την εξεταστική, μεταξύ άλλων πραγμάτων, είχε γίνει και το γλυκό θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή στο τραπέζι, οπότε η συνάντηση τους θα έληγε σε μισή ώρα.

Η Αμάντα άραγε πότε θα τελείωνε; Ήταν έξω τρεις ολόκληρες ώρες. Ήλπιζε να έρχονταν σπίτι πριν τη μία και όχι το επόμενο απόγευμα. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για εκείνη, η αδελφή του ήταν σκληρό καρύδι (είχε και μαύρη ζώνη στο καράτε) έτσι σίγουρα ότι και να γίνονταν, ήθελε να πιστεύει πως θα έμενε ασφαλής.

Στο νου του ήρθε η δεσποινίς Χαρτ όμως. Την φαντάστηκε καθισμένη σε ένα τραπεζάκι, μόνη και βαριεστημένη, κοιτάζοντας το ποτήρι με τον χυμό της, παρακαλώντας τον Θεό να γυρίσει σπίτι για να πέσει για ύπνο. Στην σκέψη, θέλησε να γελάσει. Δεν φαίνονταν για party animal όπως η Αμάντα, ήταν η αλήθεια. Ήταν πιο μαζεμένη, μια (υπερβολικά) ήρεμη δύναμη. Όποτε της μιλούσε έτρεμε σαν το ποντικάκι που το έπιανε στα πράσα ο μεγάλος, κακός γάτος αλλά και γενικότερα, η φωνή της μετά βίας ακούγονταν, σαν να φοβόταν διαρκώς, θυμίζοντας του εκείνο το μικρό αγοράκι που έσκυβε το κεφάλι στις δεξιώσεις που διοργάνωνε η μητέρα του.

Άφησε το ποτήρι στην άκρη και έκανε έναν μορφασμο. Μάλλον έπρεπε να σταματήσει να πίνει. Εναλλακτικά, θα μπορούσε απλώς να μεθύσει μέχρι να μην σκέφτεται, σκέψη δελεαστική ήταν η αλήθεια, όμως δεν ήθελε να τον δει η Αμάντα σε τέτοια κατάσταση, οπότε ήταν προτιμότερο να κλείσει το στόμα του.

Καρδιά Από ΧρυσάφιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora