Κεφαλαιο 51ο

3.4K 320 323
                                    

Αν και έμενε στην Αμερική για ενάμιση, σχεδόν, χρόνο, ο Μιχαήλ δεν είχε γιορτάσει ποτέ τις Ευχαριστίες. Ο πατέρας του ήταν Γερμανός και δεν τον ενδιέφερε η εορτή, έτσι το σπίτι εκείνη την ημέρα ήταν υπερβολικά σιωπηλό διότι δεν γιόρταζαν. Οι υπηρέτες δεν έρχονταν καθόλου, πλην της μαγείρισσας που κάθονταν το πρωί  για να ετοιμάσει το μεσημεριανό τους.

Λίγους μήνες πριν κλείσει το τρίτο του έτος στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρίσκονταν στο σπίτι των Κλαρκ για τις Ευχαριστίες. Για πρώτη φορά, δεν χρειάστηκε να κλειστεί στο δωμάτιο του ενώ οι μεγάλοι έλεγαν τα δικά τους. Οι Κλαρκ είχαν καλέσει πολλούς συγγενείς τους και πολλοί από αυτούς είχαν παιδιά κοντά στην ηλικία του. Του έκανε εντύπωση το σκηνικό, οι φωνές, τα γέλια. Ήταν τόσο συνηθισμένος στο να βλέπει τα κρύα πρόσωπα των συνεργατών του Τζειμς που σχεδόν είχε ξεχάσει πως υπήρχαν άνθρωποι που δένονταν με συγγενικούς δεσμούς και δεν αποσκοπούσαν μόνο στην ικανοποίηση των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Όλοι είχαν έρθει απλά για να περάσουν καλά με τους αγαπημένους τους.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο Μιχαήλ ένιωθε... παράταιρος. Ήταν το μαύρο πρόβατο ανάμεσα σε ανθρώπους που γνωρίζονταν επι σειρές ετών μεταξύ τους. Επέλεξε λοιπόν να μείνει στην άκρη και να παρακολουθεί, να μην ενοχλεί. Έβλεπε την αδελφή του Αντριου να παίζει με τον μικρούλη Ραφαήλ και τα ξαδέρφια του να παίζουν αναμεταξύ τους. Θέλησε να επιστρέψει στο δωμάτιο του, τουλάχιστον μέχρι το φαγητό. Του φαίνονταν πιο φιλόξενο και ζεστό.

Ένιωσε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. Τα έκλεισε μια, δυο, τρεις φορές για να πάψουν να εμφανίζονται. Ο Μιχαήλ δεν έκλαιγε, ακόμα και αν η καρδιά του γίνονταν χίλια κομμάτια.

"Να καθίσω δίπλα σου;" Σήκωσε το βλέμμα του διστακτικά, αντικρίζοντας την Νόνα, την μητέρα του Αντριου. Ήταν Ιταλίδα και προτιμούσε να την φωνάζουν έτσι παρά grandma. Άγνωστος για τον Μιχάηλ ο λόγος αλλά το είχε δεχθεί δίχως πολλά πολλά. Την συμπαθούσε πάντως. Η Νόνα ήταν ευγενική σε γενικές γραμμές, εκτός αν εκνευρίζονταν με την νύφη και τον γιο της, και έφερνε διαρκώς σοκολάτες σε εκείνον και τον Ραφαήλ.

Ο Μιχαήλ έκανε σιωπηλά στην άκρη και συνέχισε να κοιτάζει βαριεστημένα έξω από το παράθυρο. Είχαν πέσει πολλά φθινοπωρινά φύλλα και ολόκληρη η αυλή είχε γίνει χρυσαφένια. Θα προτιμούσε να βρίσκεται έξω και να παίζει. Έστω και μόνος του.

"Από ότι φαίνεται όλοι παραγκωνίζουν τους ηλικιωμένους μόλις παύουν να είναι χρήσιμοι. Θλιβερό ε;"

Καρδιά Από ΧρυσάφιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora