Κεφάλαιο 60ο

2.6K 268 109
                                    

Νεκρική σιωπή απλώθηκε μόλις το δειλό γκρίζο έπεσε πάνω στο γαλάζιο. Ακόμη και οι κολλητοί του, γνωστά καθίκια, δεν είπαν κουβέντα μόλις την είδαν. Είχαν μείνει όλοι άναυδοι όταν την αντίκρισαν. Και η ίδια η Αλίκη, έμεινε σιωπηλή για μερικά δευτερόλεπτα, κοιτάζοντας μια την αδελφή της που δεν είχε αρθρώσει λέξη και μια τον νεαρό γιατρό, που είχε μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο. Καμία σχέση οι δύο αδελφές. Δεν έμοιαζαν ιδιαίτερα η μια στην άλλη. Η μικρή ήταν ψηλή και ξανθιά ενώ η μεγάλη μικροκαμωμένη και καστανομάλλα. Το δέρμα της Αλίκης ήταν ηλιοκαμένο και γεμάτο φακίδες, ενώ η Ελεονόρα ήταν ολόλευκη, λες και δεν είχε βγει ποτέ στο φως.

Αυτό που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στον Άντριου ήταν ωστόσο...

"Τι κοιτιόμαστε σαν χάνοι τόση ώρα βρε παιδιά;" γέλασε ο Μάικ, περνώντας το χέρι του μέσα απο τα κόκκινα μαλλιά του. Γύρω του ξέσπασαν νευρικά γέλια και αμήχανα χαμόγελα. Μόνο ο Άντριου και η Αλίκη έμειναν σιωπηλοί ενώ η Ελεονώρα ένευσε δειλά και πήγε να δει την μητέρα της. Επιτάχυνε το βήμα της μόλις πέρασε την πόρτα. Έπρεπε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του μερικές φορές, για να βεβαιωθεί πως δεν τον είχαν χτυπήσει τα τσίπουρα. 

"Ξέρεις την αδελφή μου." Είπε απαλά η Αλίκη όταν κάθισε δίπλα του. Τότε φάνηκε να ξυπνά από την λήθη του.

"Περίπου." Απάντησε λακωνικά εκείνος. Κάτι στο ύφος του, κάτι στον τόνο της φωνής του, έκαναν την καρδιά της να σφιχτεί. Κατι πηγαινε στραβα.

"Μάλιστα." Αντέγραψε τον τόνο της φωνής του και πήρε μια γουλιά από το ποτήρι της. Κοιτάζοντας τη, ο Άντριου αναστέναξε βαθιά. Τι να της έλεγε; Η ντροπή τον κατέκλυσε, καταλύοντας την καρδιά του με ενοχές και αγωνία. Η Αλίκη του άρεσε. Βασικά- λάθος. Δεν του άρεσε απλώς. Είχε την υπόνοια πως είναι η γυναίκα της ζωής του. Πως και για ποιο λόγο δεν είχε αποσαφηνίσει, ωστόσο κάτι του έλεγε πως η αλήθεια είναι αυτή. Όπως ήξερε όταν ξυπνούσε πως η θάλασσα είναι γαλάζια, κάτι όχι δεδομένο- κάτι που αντιλαμβάνεσαι ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής.

Μήπως είχε υπερβάλει;

Το πρόβλημα αυτό...

'Καταραμένη τύχη...'.

...

"Τζενη, αλήθεια σου λέω, με κουράζεις και έχω και μια διπλωματική να τελειώσω."  Έβγαλε τα γυαλιά του και γύρισε για να αντικρίσει αυστηρά την κολλητή του, η οποια κάθονταν πάνω στο κρεβάτι του, αγκαλιά με ένα μπολ με ποπκόρν και το λαπτοπ της, βλέποντας Rick and Morty, αν και δεν έδινε πολύ σημασία εντέλει καθώς άρχιζε πάλι την λογοδιάρροια της. Είχε σχεδόν τελειώσει με την δικη της εργασία, γεγονός που έκανε τον Τζειμς να αναρωτιέται αν εκείνος δούλευε πολύ χαλαρά ή εκείνη υπερβολικά σκληρά. Έτεινε προς το δεύτερο, δυστυχώς. Τώρα που είχε περισσότερο ελεύθερο χρόνο στα χέρια της, είχε την όρεξη να χώσει την μύτη της σε ξένες υποθέσεις. Δεν καταλάβαινε τον λόγο ούτε ήθελε να μάθει, ήταν η αλήθεια.

Καρδιά Από ΧρυσάφιUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum