Κεφαλαιο 58ο

2.6K 294 94
                                    

Μια εβδομάδα στο νησί και εκεί που περίμενε να πάνε όλα κατά διαόλου, η Αλίκη ήρθε σαν φύλακας άγγελος και τον έσωσε απο την λιμοκτονία. Με ποιόν τρόπο;

Τον πήρε σερβιτόρο στο ταβερνάκι τους. Τόσο απλά. Δούλευε εφτά ώρες και τα φιλοδωρήματα δικά του. Είχε αρκετά χρήματα για να μείνει σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο και να φάει. Φυσικά, τα φιλαράκια του ζήλεψαν και του ζήτησαν να τους βολέψει. Αν δεν είχε εκνευριστεί που δεν του έφεραν ποτέ φαγητό εκείνο το βράδυ, ίσως και να μην έφευγε μακριά τους κάνοντας ένα σωρό χειρονομίες. Κρίμα για αυτούς! Ευτυχώς, προτού αρχίσει να αισθάνεται τύψεις, βρήκαν και οι άλλοι δύο ως σερβιτόροι σε ενα μπαράκι. Σχεδόν βολέμενοι όλοι τους λοιπόν, τα απογεύματα μαζεύονταν και έκαναν σχέδια για το πως να απολαύσουν τις υπόλοιπες δύο εβδομάδες τους στο νησί (διότι δεν τους έφτανε το οτι είχαν φάει όλα τους τα λεφτά, ήθελαν και διακοπές ενός μήνα! Λεχρίτες!).

Η Αλίκη πάντως, δεν έλεγε να φύγει απο το μυαλό του. Ίσως έφταιγαν τα υπέροχα της μάτια, το εκτυφλωτικό της χαμόγελο ή μπορεί να ήταν η καλοσύνη της και το γεγονός οτι τον είχε ταίσει. Δεν ήθελε να φανεί κοιλιόδουλος, σε καμια περίπτωση, ωστόσο το τελευταίο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στο μυαλό του.

Επίσης, ήταν όντως κοιλιόδουλος.

Η Αλίκη μεγάλωσε στο νησί και έφυγε απο την Ελλάδα στο τρίτο έτος της σχολής της για το εξωτερικό.Ο πατέρας της ήταν ναυτικός και σπάνια τον έβλεπε μικρή. Ουσιαστικά είχε μεγαλώσει με την μητέρα της, την γιαγιά της και με την μικρή της αδελφή. Το γεγονός αυτό είχε συναρπάσει τον Άντριου. Αναρωτήθηκε πως ήταν να ζει κανείς σε ενα νησί σαν αυτό, το οποίο τον χειμώνα έπεφτε σε κάποιου είδους νάρκη, αφού το πλήθος των τουριστών εξαφανίζονταν απο τον Οκτώβριο για να εμφανιστεί ξανά την άνοιξη, που η φύση ξυπνούσε και οι πεταλούδες έκαναν την εμφανισή τους. Ο ίδιος είχε ζήσει ολόκληρη την ζωή του σε μεγάλες πόλεις της Αμερικής, στην Βοστόνη, στην Νέα Υόρκη, στο Μαιάμι, είχε πάει παντού. Αλλά πάντα ήθελε να μείνει κάπου που να μην γίνονταν χαμός απο κόσμο. Ονειρεύονταν ενα ήσυχο σπίτι σε μια μικρή, 'κοιμισμένη' πόλη. Να βλέπει μπάλες απο άχυρο να χοροπηδούν ανέμελα στους αγρούς. Κατι, ωστόσο, του έλεγε πως δεν θα άντεχε την ησυχία για πολύ και θα αναζητούσε να ακούσει αμάξια και κόσμο και την γνώριμη βαβούρα, και ας τον εκνεύριζαν μερικές φορές. ¨Ηταν το φυσικό του περιβάλλον αυτό, δύσκολα μπορούσε να το αλλάξει.

Καρδιά Από ΧρυσάφιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant