«Αγχώνομαι."
"Εγώ θα πάω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου. Εσυ αγχώνεσαι;" Ο Άλεκ είχε αγκαλιάσει τους ώμους της. Εν αντιθέσει με τα λόγια του, φαίνονταν εντελώς χαλαρός. Μάλλον ήθελε να την καθησυχάσει.
Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο χέρι της. Το δαχτυλίδι έλαμπε στο φως του ηλιοβασιλέματος. Το λευκό πετράδι έλαμπε πορτοκαλί. Ήταν πολύ όμορφο με μικρά διαμάντια γύρω γύρω. Το μέταλλο ήταν κρύο ενάντια στο δέρμα της. Στο μυαλό της, ένιωθε πως υπήρχε ένα αόρατο σχοινί γύρω του, άυλα δεσμά που κάθε μέρα γίνονταν όλο και πιο σφιχτά.
Για κάποιο λόγο, ένιωθε περίτρομη. Η καρδιά της φτερούγιζε διαρκώς μέσα στο στήθος της, σαν μικρό πουλί που επιθυμούσε να φύγει από την ασφάλεια της φωλιάς. Μόνο που εκείνη, ένιωθε πως την άρπαζαν από εκείνη γρήγορα και βίαια. Ήθελε να μείνει στην φωλιά λίγο ακόμη...
Ο Άλεκ χάιδευε ασυναίσθητα τον ώμο της, σαν να προσπαθούσε να την καθησυχάσει. Χαμογέλασε βλέποντας τον. Άφησε ένα φιλί στο μάγουλο του και ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στέρνο του. Έκλεισε τα μάτια της και απόλαυσε το άρωμα του.
Και πάλι όμως, κάτι ήταν λάθος. Κάτι σε όλο αυτό το γαλήνιο σκηνικό μύριζε θειάφι. Τα χαμόγελα τα αισθάνονταν κίβδηλα. Τα λόγια επιφανειακά και υποστηριζόμενα από υποβόσκοντα ψέματα. Το φαγητό ήταν άνοστο και η μουσική ήταν μια μελωδία ύπουλη και σιγανή. Το χρυσαφένιο χρώμα του ηλίου έσβηνε σιγά -σιγά και γίνονταν μαύρο.
Ο χρυσός γύρω από το δάχτυλο της ήταν ξαφνικά βαρύς. Το κόσμημα φαίνονταν κάλπικο σαν λύρα.
Το νόμισμα της ζωής της άρχισε να ξεβάφει. Ο χρυσός γίνονταν χαλκός...
Κάλπικη λύρα το μεταξύ τους. Βαμμένο με χρυσαφένια μπογιά...
.Ο Τζέιμς καθόταν σκεπτικός δίπλα στην Ρενα. Η κοπέλα κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή ώρα τώρα, χαμένη. Τα γαλανά της μάτια ήταν θολά και χαμένα. Χείλη κερασένια είχαν χάσει το χρώμα τους. Φαίνονταν κουρασμένη, εξαντλημένη.
Σηκώθηκε τελικά, γνωρίζοντας πως δεν θα πρόσεχε την απουσία του και αποφάσισε να της πάρει λίγο καφέ. Ίσως αυτό να της έφτιαχνε την διάθεση.
Η Ρενάτα ήταν ανοιχτό βιβλίο. Καταλάβαινες εύκολα τι αισθάνονταν. Ακόμη και αν το πρόσωπο της παρέμενε αδειανό από συναισθήματα, τα μάτια της αποτελούσαν καθρέφτη της ψυχής της και τα έβγαζαν όλα στην φορά, αν ήξερες να ψάξεις... Αυτή την φορά ωστόσο δεν έμπαινε στον κόπο να κρυφτεί. Η μελαγχολία της ήταν διάχυτη. Διαρκώς επεξεργάζονταν κάτι και δεν έβρισκε την απάντηση. Και δεν ήθελε να μοιραστεί τι συνέβαινε με κανέναν. Κάτι του έλεγε ότι είχε να κάνει με τον ξινομουρη πάντως. Δεν υπήρχε άλλη λογική εξήγηση.
VOUS LISEZ
Καρδιά Από Χρυσάφι
Roman d'amourΜΕΡΟΣ I: ΚΟΛΑΣΗ Ο Μιχαήλ Κλαρκ ένιωθε πως ο Βιργιλιος εσκεμμένα δεν τον άφηνε να εγκαταλείψει την βάρκα καθώς ταξίδευαν μέσα από τους κύκλους της κολάσεως. Ωστόσο, το ταξίδι του ανακάλυψε πως ειχε τελεολογικό χαρακτήρα. Οι άγγελοι πέφτουν και στο σκ...