Επιλογος

3.8K 304 107
                                    

Τα φύλλα έσπαγαν κάτω από τις σόλες των παπουτσιών του καθώς περνούσε μέσα από το πάρκο. Γύρω του ο κόσμος είχε φαίνονταν πολύχρωμος. Τα δέντρα άφηναν τα κιτρινιασμενα φύλλα να πέσουν στο καφετί γρασίδι, σχηματίζοντας έναν καμβά από πορτοκαλί και κοκκινο. Η φύση έκανε ένα διάλειμμα και εκείνη την χρονιά, ενώ οι άνθρωποι που περνούσαν δεν έδιναν σημασία στον καμβά που είχε δημιουργηθεί. Η δουλειά δεν σταματούσε ποτέ. Το ίδιο ίσχυε και για εκείνον. Παρόλα αυτά, δεν μπόρεσε παρά να χαρεί για λίγο την υγρασία, την μυρωδιά της κανέλας από τα μαγαζιά και τις στάλες της βροχής που έπεφταν από τα φύλλα.

Κάποτε μισούσε το φθινόπωρο. Τον εκνεύριζε το γλιτσιασμένο έδαφος και ο ήχος από τα φύλλα που έσπαγαν. Το κρύο και ο γκρίζος ουρανός του προκαλούσαν μελαγχολία. Υπήρχε διαρκώς κάτι που τον ενοχλούσε. Ίσως έφταιγε που μαζί με το φθινόπωρο ξεκινούσε και η νέα ακαδημαϊκή χρονιά. Μπορεί να ήταν και ότι σηματοδοτούσε, κατά κάποιο τρόπο, το τέλος του χρόνου.

Εκείνη λάτρευε το φθινόπωρο. Το σπίτι τους μύριζε κανέλα και καφέ, τσάι και καστανη ζαχαρη. Έβγαζε τα φούτερ, τα παλτά και τα πουλόβερ τους με χαρά από την ντουλάπα, ενώ από πίσω της ο Φρανκ Σινάτρα τραγουδούσε για τα φθινοπωρινά φύλλα. Τα Σαββατοκύριακα χουχουλιαζε στην αγκαλιά του και έπειτα πήγαιναν βόλτα σε πάρκα ή εκδρομές λίγο πιο έξω από την πόλη.

Τέτοια εποχή είχε πέσει πάνω της και έκτοτε είχε αλλάξει γνώμη.

Έσκυψε και χαμογέλασε.

"Γιατί είσαι τόσο χαρούμενη Αλίκη; Σου αρέσουν τα φύλλα; Ή μήπως σου έλειψε η μαμά;" Γνώριμα γαλανά μάτια τον κοίταξαν και τα πιο γλυκά χείλη του κόσμου χαμογέλασαν. Προσεκτικά, πήρε το μωρό από μέσα και άφησε ένα φιλί στο πρόσωπο του. Η μικρή Αλίκη χασκογέλασε ξανά.

Κάθισαν μαζί στο παγκάκι. Ο Μιχαήλ έφτιαξε το σκουφάκι της, κρύβοντας τα καστανά μαλλιά που είχε κληρονομήσει από εκείνον. Η κόρη του ήταν μια μικρογραφία του, αν και τα μάτια της ήταν ολόιδια της μητέρας της. Η Ρενάτα είχε εκστασιαστεί με αυτό το γεγονος ενώ ο πεθερός του πάλι όχι (παρόλα αυτά κάθε Κυριακή βρίσκονταν σπίτι τους και έπαιρνε το μωρό για βόλτες τις καθημερινές).

"Δεν νομίζω να καταλήξεις σαν εμένα. Έχεις πάρει την ψυχή της μητέρας σου." Μουρμούρισε σκεπτικός. Η νέα του δουλειά ως πατέρας ήταν τρομακτική, ίσως λίγο παραπάνω από έναν επικίνδυνο καθηγητή Δαντικων Σπουδών και εξαιρετικά απαιτητική.

Ήταν,όμως, η πιο υπέροχη δουλειά της ζωής του.

Όταν έπιασε το μωρό στην αγκαλιά του για πρώτη φορά, δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί πως είχε καταφέρει ο Άντριου και η Ελεωνόρα να τον αφήσουν. Εάν κάποιος του έπαιρνε την Αλίκη, θα έχανε το μυαλό του. Η απορία του έγινε πιο έντονη. Παρόλα αυτά, δεν ρώτησε ποτε, δεν έψαξε για κάποια απάντηση.

Μερικές φορές, είναι καλύτερο να υπάρχουν μερικά αναπάντητα ερωτήματα.

Αγκάλιασε το μωρό ξανά.

"Μήπως θα έπρεπε να αρχίσω να σου απαγγέλλω κάνα στίχο; Λίγη Θεία Κωμωδία, λίγο Ιλιάδα. Οδύσσεια...Η διαπαιδαγώγηση είναι καλό να αρχίζει νωρίς. Όχι για να μπεις στο πανεπιστήμιο απαραίτητα, μπορεί να θες να κανείς κάτι άλλο με την ζωή σου, απλά για να είσαι δυνατή και προετοιμασμένη για αυτό τον κόσμο. Είναι λίγο σκληρός, αν και υπόσχομαι πως θα σε βοηθήσω."

"Όλο ψουψού είστε πατέρας και κόρη!"

"Έχουμε και εμείς τα μυστικά μας." Αποκρίθηκε ο Μιχαήλ, αφήνοντας την Ρενάτα να πάρει το μωρό. Τα κορίτσια του. Η πιο όμορφη εικόνα του κόσμου.

Σηκώθηκε και την φίλησε.

"Πως πήγε;"

"Τα πέρασα και τα τρία, άρα έχω ένα ακόμη. Για τον Φλεβάρη όμως. Όλα καλά."

"Αυτή η χρόνια έμεινε και τελειωσες δηλαδή."

"Ακριβώς! Μετά η Αλίκη θα έχει και την μαμά καθηγήτρια. Θα περνάμε και περισσότερο χρόνο μαζί."

"Είδες που ανησυχουσες; Όλα καλά πήγαν τελικά."

"Λίγο δύσκολα αλλά ναι. Τα καταφέραμε." Κάθισε στο παγκάκι δίπλα του, αφήνοντας την Αλίκη να παίξει με το κασκόλ της. "Είμαι πολύ ευχαριστημένη."

"Χαίρομαι." Αυτός ήταν και ένας από τους σκοπούς του. Να είναι η Ρενα ευτυχισμένη. Τώρα και το μωρό. Και όλα όσα ερχόντουσαν ακομη.

"Εσυ;"

"Εγώ τι;"

"Είσαι ευχαριστημένος;"

"Πως να μην είμαι, όταν έχω όλες τις σφαίρες του Παραδείσου μπροστά μου;"

Στο στήθος της, λαμπύρισε το κόσμημα που της είχε κάνει δώρο. Μια καρδιά από χρυσάφι, όπως ήταν η δική της. Είχε περάσει αρκετό καιρό στο σκοτάδι ώστε να μπορέσει να την ξεχωρίσει.

"Σ'αγαπω πολύ."

"Και εγώ σε αγαπω." Έπιασε το χέρι της και την φίλησε ξανά.

Το φθινόπωρο μπορεί να σήμανε το τέλος του καλοκαιριού, για εκείνον όμως σήμαινε την αρχή της νέας του ζωής.

Και ήταν πολύ ωραία. Γεμάτη από χρυσάφι.

ΤΕΛΟΣ

Καρδιά Από ΧρυσάφιWo Geschichten leben. Entdecke jetzt