Κεφαλαιο 62ο

2.4K 265 133
                                    


"Τι κάνεις εκεί;" Απόρησε η Ρενάτα, προσπαθώντας να κρατήσει το χασμουρητό της. Τύλιξε την ρόμπα της, θέλοντας να επιστρέψει πίσω στα ζεστά σκεπάσματα. Η θεα όμως του Μιχαήλ να σκύβει κάτω από τον νιπτήρα ήταν αρκετή για να την κρατήσει όρθια.

Ο καθηγητής, ντυμένος μόνο με το μποξεράκι του, έβγαλε από κάτω ένα κουτί με λάμπες μετά πολλών κόπων και βασάνων. Έπειτα έδειξε προς τα πάνω, όπου μια από τις λάμπες πάνω από τον καθρέφτη είχε καεί μάλλον.

"Πρέπει να καλέσω τον ηλεκτρολόγο. Άλλη όρεξη δεν είχα." Έκανε μια γκριμάτσα. Ο Μιχαήλ ήταν πάντοτε γκρινιάρης, ακόμα πιο πολύ όμως εάν δεν είχε βγει για τρέξιμο, γεγονός που αποδείκνυε ότι ακόμη και οι καυτοί καθηγητές είχαν τα ελαττώματα τους.

"Για ποιο λόγο να καλέσεις ηλεκτρολόγο; Μια λάμπα είναι." Απόρησε εκείνη, γέρνοντας το κεφάλι της.

"Είναι περίπλοκη!".

Η Ρενάτα πλησίασε και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να δει. Έπειτα ξεφύσηξε.

"Θέλω μια πένσα, έναν φακό και την καινούργια λάμπα. Α, και μια κούπα καφέ. Και μια σκάλα, μάλλον. Εκείνη την κοντή που έχεις στην αποθήκη."

"Η πένσα τι είναι;" Γαλανά μάτια γύρισαν προς το μέρος του, μπερδεμένα και μάλλον ψυχαγωγημένα από τις ελλιπείς γνώσεις του καθηγητή.

"Έχεις ένα κουτί με εργαλεία;"

"Έχω."

"Ε, φέρτο και θα σου δείξω."

"Δεν κατάλαβα. Αυτό είναι κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο;"

"Μπορώ να σου πετάξω την ατσάλινη σαπουνοθηκη σου στο κεφάλι;"

Ο καθηγητής έσπευσε να σηκωθεί, βουτώντας την φόρμα του από το κρεβάτι.

Ως γνωστόν και η Ρενάτα ήταν γκρινιάρα το πρωί (πριν πιει καφέ ωστόσο). Ίσως και επικίνδυνη.

...

Ο Τζειμς Γουαιτ ήταν ένας φαινομενικά γοητευτικός άνδρας. Ψηλός και γεροδεμένος, με πυκνά μαύρα μαλλιά που όλως παραδόξως δεν είχαν γκριζάρει ακόμη, αν και πλησίαζε τα πενήντα, και σκούρα μάτια, σαν απόλυτο σκοτάδι. Ντυμένος συνήθως με μαύρο γιλέκο και παντελόνι, στο μυαλό του Άντριου ήταν όμοιος με νεκροθάφτη. Είχε καλούς τρόπους, ήταν πάντοτε ευγενικός και είχε χιούμορ, ωστόσο φαίνονταν ξεκάθαρα, τουλάχιστον στους Κλαρκ, πως επρόκειτο απλώς για ένα προσωπείο. Η Αλίκη συχνά έβρισκε τον εαυτό της να αναρωτιέται πως η μικρή της αδελφή, είκοσι εννέα πλέον, ταίριαξε με αυτόν τον άνθρωπο. Ήταν πάντοτε μια χαρωπή μα έξυπνη κοπέλα και βαθύτατα ρομαντική. Ήταν ένα αλλόκοτο ζευγάρι στα μάτια του κόσμου, δεδομένης της διαφοράς της ηλικίας τους αλλά και των χαρακτήρων τους. Ωστόσο, μετά από οχτώ χρόνια γάμου, φάνηκε να του μοιάζει όλο και περισσότερο. Κάτι στο βλέμμα της και στις κινήσεις της,ακόμη, δεν θύμιζε στον Άντριου την πανέμορφη εικοσάχρονη που είχε γνωρίσει ένα ανοιξιάτικο βράδυ σε κάποιο μπαρ της Νέας Υόρκης.

Καρδιά Από ΧρυσάφιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora