Κεφαλαιο 2ο

5.2K 382 172
                                    

Τα Σάββατα είναι η πιο ωραία ημέρα της εβδομάδας. Είναι πράγματι η πιο χαλαρή ημέρα, σε σχέση με όλες τις άλλες. Η πολυπόθητη μέρα, η αρχη του σαββατοκύριακου. Μπορούσε να κοιμηθεί δυο ωρίτσες παραπάνω και να σηκωθεί έπειτα και να κάνει τις δουλειές της με την ησυχία της.

Σηκώθηκε απο το κρεβάτι γύρω στις δέκα και άνοιξε όλα τα παράθυρα ώστε να πάρει αέρα το σπίτι. Το φως έλουσε το μικρό δωμάτιο και η ατμόσφαιρα γέμισε με την μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, κάνοντας την Ρενάτα να χαμογελάσει. Η μυρωδιά συνδέονταν με χαρούμενες αναμνήσεις, όμορφα, γκρίζα σαββατοκύριακα σε ενα εξοχικό σπίτι με δύο κοριτσια που βαριόντουσαν την μουντίλα και τα σκούρα σύννεφα που κάλυπταν τους ουρανούς. Κάποια στιγμή όμως,υποχωρούσαν και η πλάση λουζόνταν απο πορτοκαλί και κίτρινα χρώματα, το άχυρο ανακτούσε το χρυσαφένιο του χρώμα και δεν έμοιαζε πλέον σκοτεινό και τρομακτικό- αντι αυτού, σχημάτιζε ενα πελώριο χρυσό πάπλωμα που απλώνονταν στον ορίζοντα και χάνονταν. Τότε ήταν ώρα για παιχνίδι ανάμεσα στις λακούβες που ήταν γεμάτες με νερό και για περιπετειες στον κήπο ανάμεσα στους θάμνους και τα λουλούδια, οπού κρύβονταν νεράιδες και διάφορα έντομα που έκαναν την απογευματινή τους βόλτα μετά την πρόσφατη βροχόπτωση.

'Μακάρι να υπήρχε η ίδια ξεγνοιασιά...' σκέφτηκε, πηγαίνοντας στην κουζίνα. Μεγαλώνοντας, σταδιακά χάνονταν η μαγεία. Η μελαγχολία είχε πάρει πλεον την θέση της. Η Ρενάτα την ένιωθε όλο και πιο έντονα, κάθε χρόνο. Το έπαιρνε ως σημάδι οτι μεγάλωνε, οτι τα ζητήματα που την απασχολούσαν πια ήταν πιο σοβαρά απο εκείνα με το κυνήγι μαγικών πλασμάτων και αναζήτησης σαλιγκαριών. Ήταν εξάλλου εικοσίπεντε χρονών, όχι πέντε...

Αναστέναξε για χιλιοστή φορά. Μερικές φορές εύχονταν να είναι ξανά πέντε, να τρέχει με την ξαδέρφη της ανάμεσα στους αγρούς όλη μέρα και ύστερα να κάθεται στο σαλόνι το βράδυ με μια ζεστή κούπα σοκολάτα. Αυτή ήταν ζωή...

Κάθισε ξανά στο κρεβάτι, αφού έκοψε ένα φρέσκο μήλο και κοίταξε γύρω. Το διαμερισμά της δεν είχε καμία σχέση με το πατρικό ή το εξοχικό σπίτι της θείας. Ήταν μικροσκοπικό. Μετά βίας χωρούσε ενα γραφειάκι και το κρεβάτι της. Είχε βάλει στους τοίχους αρκετά ράφια για να βάλει τα βιβλία της, καθώς ήταν δύσκολο να βρει μια βιβλιοθήκη στα μέτρα που ήθελε. Εντέλει, παράτησε την προσπάθεια και άρχισε να τα στιβάζει στο πάτωμα.

"Μια μέρα, θα έχω ενα καλό διαμέρισμα..." μουρμούρισε. Εναν δικό της χώρο. Όχι μεγάλο, αρκετό για ένα άτομο. Με ένα ξεχωριστό δωμάτιο για το γραφείο της, άνετο. Οχι πολλές χλιδές...Θα έρχονταν αυτή η μέρα. Απλα έπρεπε να δουλέψει σκληρά μέχρι τότε.

Καρδιά Από ΧρυσάφιOù les histoires vivent. Découvrez maintenant