Έρικα: Φύγε τώρα από εδώ!
Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Η δύναμη της φράσης μου να είναι τόσο μεγάλη που να πραγματοποιείται αυτό που αγωνιωδώς φωνάζει όλο μου το είναι.
Το τέρας να εξαφανιστεί, να φύγει τώρα, να μην υπάρχει πια. Κάνει ένα βήμα προς τα πίσω ακούσια, σαν να δέχτηκε ένα σπρώξιμο από το χέρι μου, μία κλωτσιά από το πόδι μου, όπως δέχομαι εγώ από εκείνον.
Για μια στιγμή τον βλέπω να κοντοστέκεται με την πλάτη του να εφάπτεται τέλεια με τον τοίχο πίσω του. Μέσα στις κόρες των ματιών του διακρίνονταν δύο συναισθήματα, οργή και μίσος.
Ίσως αυτό να ήταν το μόνο πράγμα στο οποίο έμοιαζα με τον <<πατέρα>> μου. Τα κοινά συναισθήματα που είχαμε ο ένας για τον άλλο.
Δεν αργεί όμως το τέρας να ξανά αγριέψει και να έρθει καταπάνω μου με μεγαλύτερη φόρα, πιο οργισμένος από ποτέ. Τώρα όμως είμαι και εγώ αγριεμένη. Σα χείμαρρος ξεχύνομαι και αρχίζω να τρέχω. Δεν ήξερα προς τα που, το μόνο που ήξερα ήταν πως έτρεχα προς την ελευθερία μου.
Ζώο κλεισμένο σε πολυτελές κλουβί, πετώντας του τροφή από ένα φεγγίτη στην οροφή, έτσι ένιωθα, και τώρα με απελευθέρωσαν. Έτρεχα μέσα στην πολυκατοικία έχοντας τον πίσω μου να ωρύεται. Αν με πρόφταινε δεν ήξερα, η ζωή θα βρισκόταν στην κατοχή μου ή θα μου την έκλεβε αυτός;
Για μια στιγμή σταμάτησα. Κοίταξα γύρω μου. Οι όροφοι είναι γεμάτοι από διαμερίσματα. Εκείνη την ημέρα χτύπησα πολλές πόρτες. Τους παρακάλεσα να μου ανοίξουν ή έστω να καλέσουν την αστυνομία, κάτι να κάνουν για να με γλιτώσουν. Θα με σκότωνε...
Κανείς δεν το έκανε, παρόλο που όλοι με ήξεραν, όλοι με χαιρετούσαν όταν με πετύχαιναν στους διαδρόμους. Κοίταζαν τα μπράτσα μου που ήταν γεμάτα μελανιές και χτυπήματα, κανείς δεν αντέδρασε.
Και να' μαι τώρα μόνη μου, αβοήθητη με αυτό το τέρας να με κυνηγάει για να με σκοτώσει... Αλλά όχι, μπορεί εκείνοι να μην θέλουν να με βοηθήσουν, αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα υπομείνω καρτερικά το μαρτύριο μου περιμένοντας να μεταμορφωθώ σε κάποια αγία ή κάτι παρόμοιο.
Όχι. Δεν μπορώ να περιμένω. Θα παλέψω, θα ξεφύγω από εδώ και θα κάνω ότι και αν χρειαστεί. Και τότε ήταν που μου ήρθε μία ιδέα, ίσως την θεωρήσετε τρελή, πάντως για εμένα ήταν σίγουρα η πιο αυθόρμητη και παράλογη απόφαση που έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου.
Η μοναδική πόρτα που έβλεπα στο διάδρομο, που φάνταζε ιδανική εκείνη τη στιγμή, ήταν αυτή του ασανσέρ. Μπαίνω μέσα αφήνοντας πίσω το θηρίο να γρυλίζει λυσσασμένα. Πρόλαβα να ξεφύγω ακριβώς πριν με αρπάξει και με σύρει πίσω στο κλουβί.
Ένα κλουβί μέσα στη πολυτέλεια και τα πλούτη. Ένα κλουβί φτιαγμένο από μίσος, θυμό και τρόμο. Το ασανσέρ ξεκίνησε να κατεβαίνει . Μου έκανε εντύπωση η ηρεμία του. Ομαλά κυλούσε προς τα κάτω, μετά ακουγόταν ο χαρακτηριστικός ήχος και η ηχογραφημένη ψυχρή αλλά ευγενική φωνή να ανακοινώνει τον αριθμό του ορόφου που βρισκόμουν. Πήγα στη αριστερή γωνία και κατέρρευσα προσπαθώντας να ηρεμήσω τους κτύπους της καρδιάς μου. Η πόρτα ανοίγει και καλωσορίζει τη κυρία Ελπίδα. Τόσο ειρωνικό μου φάνταζε εκείνη τη στιγμή το όνομα της.
Ήταν η γειτόνισσά μου. Έμενε έναν όροφο κάτω ακριβώς από το διαμέρισμά μας.
Έρικα: Κυρία Ελπίδα;
Τίποτα. Ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Έψαξε μέσα στη τσάντα της για το κλειδί του διαμερίσματός της και πάτησε το κουμπί. 2ος όροφος. Το ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει. Αργά, βασανιστικά.
Έρικα: Κυρία Ελπίδα δε με ακούτε;
Λέω δυνατότερα με δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια μου. Εκείνη ξεφύσησε και άρχισε γρήγορα να χτυπάει το πόδι της στο δάπεδο. Ενοχλητικός ήχος, χωρίς ρυθμό. Το ασανσέρ σταματάει και με απαλλάσσει από τη παρουσία της.
Αυτός δεν είναι εκεί, τουλάχιστον από όσο μπόρεσα να διακρίνω προτού κλείσει η πόρτα. Καλύτερα να μείνω εδώ για λίγο...
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τρία, δύο, ένα.. Πάμε!!! Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει και εγώ τρέχω στο σπίτι. Ο αγώνας δρόμου μου ξεκινάει και σήμερα. Τα βήματα καθορισμένα, οι ενέργειές μου επίσης. Ανοίγω τη πόρτα, μπαίνω στο διαμέρισμα, τρέχω στο μπάνιο και κλειδώνω, οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα. 1, 2... 20 δευτερόλεπτα έτοιμη!
Αρπάζω τη βούρτσα και τρέχω πίσω στο ασανσέρ. Νέο ρεκόρ! Αναφωνώ καθώς ξεκινάει η μέρα μου. Βάζω τη τσάντα μου και περνώ τη μεγάλη καγκελόπορτα του σχολείου μου. Δίχως να χαθεί πολύς χρόνος χτυπάει το κουδούνι. Είναι η στιγμή να αρχίσει η πρώτη ώρα, Ιστορία.
YOU ARE READING
Το Ασανσέρ
Teen FictionΈρρικα: Φύγε τώρα από εδώ! Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Η δύναμη της φράσης μου να είναι τόσο μεγάλη που να πραγματοποιείται αυ...