Μυρτώ: Ορφέα φέρε το μαχαίρι.
Η λάμψη της λεπίδας άστραψε στα χέρια του. Έπρεπε να φύγω από εδώ και να πάρω και τη Νάντια μαζί μου. Μαζεύοντας τα κομμάτια μου, συγκροτούμε ξανά και σηκώνομαι τρέχοντας προς εκείνη.
Μυρτώ: Ο πατέρας σου σε μισεί, δεν είσαι αρκετή, απογοητεύεις συνεχώς τους γύρω σου, κανείς κακό στους ανθρώπους. Η Νάντια θα πεθάνει εξαιτίας σου.
Δεν βασάνιζε το κορμί μου αλλά το μυαλό μου, ο πιο ύπουλος αλλά και αποτελεσματικός τρόπος για να με λυγίσει. Ενέδωσα στις προκλήσεις της, η μανία μέσα μου ενεργοποιήθηκε. Μάταια η κοπέλα δίπλα μου, μου έλεγε να σταματήσω.
Είχα περάσει σε μία άλλη διάσταση, διαφορετική από εκείνης. Έπεσα ξανά στο δάπεδο αποδυναμωμένη. Πάλευα με τα λόγια μου όσο έβλεπα τη Μυρτώ να σιγοψιθυρίζει εξυμνώντας τα βιβλία καθώς πλησίαζε με τη λεπίδα την εγκλωβισμένη κοπέλα.
Σπαρταρούσε ανεξέλεγκτα προσπαθώντας να ελευθερώσει το σώμα της. Έβλεπα τα πόδια της να μαζεύονται στο στομάχι και να εκτινάσσονται πίσω με τρελή δύναμη σε μία προσπάθεια να σπάσει το σκοινί.
Το μυαλό μου υποχωρούσε. Μπορούσα να καταλάβω ότι οδηγούμουν στη τρέλα. Η λεπίδα να τη πλησιάζει και εγώ να ουρλιάζω σχεδόν λέξεις προσβάλλοντας και πληγώνοντας ολοένα και περισσότερο το είναι μου.
Ο εγκέφαλός κατέρρευσε τώρα, πια ούρλιαζα ακατάληπτα, μόνο σε εμένα έβγαζαν νόημα. Η Νάντια καρφώθηκε στα μάτια μου, είχε το μαχαίρι στο λαιμό της.
Νάντια: Σύνελθε σε χρειάζομαι.
Τσιρίζοντας δυνατά σηκώθηκα από το πάτωμα, η μέσα πλευρά του μαχαιριού σε επαφή με τον ευαίσθητο λαιμό της, τη μπλοκάρω χτυπώντας τη με τα γυμνά μου χέρια. Δημιουργώ ένα βαθύ κόψιμο στη παλάμη μου.
Πέφτω πάνω στη κολλητή μου τραβώντας με μανία τα σκοινιά καθώς συνεχίζω να παραληρώ. Η λεπίδα προσγειώνεται δίπλα στο κεφάλι μου. Σηκώνομαι παρατώντας το μισοσκισμένο σκοινί κάτω, τώρα ήμουν εγώ το θύμα.
Χιμάω στη στοίβα με τα βιβλία, η φωτιά να γλύφει το πηγούνι μου καίγοντάς με ελαφρά. Ρίχνω άτσαλα τα βιβλία προς τα πίσω μου και ακούω τα ουρλιαχτά του Ορφέα, έπεσε στο αναμμένο κερί για να σώσει ένα από αυτά που πέταξα.
Τα πύρινα βέλη, το πήρα στα χέρια μου και άρχισα να τρέχω μέσα στο σπίτι. Η οικογένεια να με κυνηγάει και να εξαπολύει πολλαπλές επιθέσεις εναντίον μου με τα μαχαίρια τους. Άνοιγα δέκα, δέκα τις σελίδες πηδώντας από έπιπλο σε έπιπλο και φεύγοντας μακριά από τα κεριά.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Το Ασανσέρ
Genç KurguΈρρικα: Φύγε τώρα από εδώ! Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Η δύναμη της φράσης μου να είναι τόσο μεγάλη που να πραγματοποιείται αυ...