Πέντε λεπτά πριν τελειώσει η ώρα. Ετοιμάζω τη τσάντα μου και βάζω το πανωφόρι μου. Είμαι πανέτοιμη ας αρχίσει ο αγώνας δρόμου! Περιμένω υπομονετικά για το σύνθημα. Ντριν το κουδούνι. Η Νάντια είναι έξω από τη τάξη μου και με ένα βλέμμα αρχίζουμε και οι δύο να τρέχουμε για το σπίτι αγνοώντας τα περίεργα βλέμματα όλων, δεν είναι η πρώτη φορά.
Ανασαίνω δυνατά και επιταχύνω περισσότερο καθώς περνάμε στο πεζοδρόμιο.
Νάντια: Τελικά είσαι πολύ γρήγορη!
Μου φωνάζει, κόβω λίγο ταχύτητα για να με φτάσει και σε πολύ λίγο ήμασταν στη πολυκατοικία. Ξεκλειδώνει η Νάντια καθώς είχε ήδη προετοιμάσει το κλειδί και μπήκε η μία μετά την άλλη μέσα.
Τρέξαμε στις σκάλες άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού και χωρίς να χαιρετήσουμε και τους γονείς της πήγαμε στο δωμάτιο του Ορφέα.
Νάντια: Γρήγορα έλα.
Κλείνει τη πόρτα ασφαλίζοντάς μας.
Νάντια: Εγώ θα ψάξω το γραφείο και εσύ τα συρτάρια.
Ανοίγω τα συρτάρια και η Νάντια σηκώνει κάθε μικρό πραγματάκι που κρύβει τη λεία επιφάνεια του γραφείου.
Έρικα: Δε βρίσκω τίποτα.
Νάντια: Ψάξε και αλλού, ψάξε παντού!
Ακούγεται εμφανώς το λαχάνιασμα στη φωνή της. Το δικό μου λαχάνιασμα και η αγωνία αυξάνεται, ψάχνω το δωμάτιο ενός ουσιαστικά ξένου προς εμένα. Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να με βρει εδώ.
Κλείνω το συράρι με έναν οξύ ήχο προσπαθώντας να έχω τοποθετήσει ξανά στη θέση τους αυτά που μετακίνησα. Για να δω, εγώ που θα έκρυβα τα πράγματά μου... Κάτω από το κρεβάτι! Σκύβω να δω, αλλά όχι. Σηκώσαμε το χαλί και πάλι τίποτα. Ψάξαμε κάθε ίντσα του δωματίου.
Έρικα: Νάντια, δεν είναι τίποτα εδώ, πάμε γρήγορα να φύγουμε πριν μας πιάσει και βρούμε το μπελά μας.
Παγώνει λίγο και αμέσως αρχίζει να σηκώνει το μαξιλάρι, τα σκεπάσματα και το στρώμα του κρεβατιού.
Έρικα: Νάντια παρανοείς, κάνεις σαν μανιακή, έλα πάμε να φύγουμε!
Με ένα στραβό χαμόγελο βγάζει το βιβλίο κάτω από το στρώμα.
Νάντια: Ποιά είναι η παρανοική είπαμε;
Ευχαριστηθήκαμε που κατορθώσαμε το στόχο μας. Δε προλάβαμε βέβαια καθώς ακούσαμε τη πόρτα να ξεκλειδώνει.
Νάντια: Γρήγορα, βοήθαμε να βάλουμε πίσω το στρώμα.
Το πιάνουμε και το πιέζουμε δυνατά προς τα μέσα. Τρέχουμε προς τα έξω, ακούμε τα βήματα και τη φωνή του Ορφέα, είναι εδώ στο σαλόνι. Εμείς προλάβαμε να φύγουμε και να πάμε στο δωμάτιο της Νάντιας. Κάθομαι χωρίς να με νοιάζει για το αν η Νάντια ήταν εντάξει με αυτό, έπρεπε να ηρεμήσω.
Βαθιές ανάσες, οξυγόνο γεμίζει αργά τα πνευμόνια μου. Το αίμα σταματάει να αντλήται γρήγορα από τη καρδιά μου και να γίνουν οι φλέβες και οι αρτηρίες μου τα ήσυχα μονοπάτια. Η Νάντια ξεφυλλίζει το βιβλίο. Είχε πέσει στο πάτωμα και έσκυψε πάνω του ενώ άλλαζε λίγο, λίγο τις σελίδες.
YOU ARE READING
Το Ασανσέρ
Teen FictionΈρρικα: Φύγε τώρα από εδώ! Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Η δύναμη της φράσης μου να είναι τόσο μεγάλη που να πραγματοποιείται αυ...