Σήμερα όλα ήταν πιο χαλαρά και μου φαινόντουσαν ότι κυλούσαν με αργούς ρυθμούς. Το μυαλό μου ήταν κολλημένο σε αυτό το βιβλίο, το << πράγμα>>. Όλα όσα έλεγε με βασάνιζαν, ένιωθα πως μόλις μου είχε αποκαλύψει ανυσηχίες που είχα με τρόπο ξεδιάντροπο χωρίς να μου δώσουν ένα σημάδι προηγουμένως.
Δεν άντεχα άλλο, ζήτησα από τον προπονητή να πάω στο μπάνιο. Έπρεπε να διαβάσω αυτό το βιβλίο έστω και αν για μερικές γραμμές. Έβγαλα τα σύνεργα βουρτσίσματος των δοντιών και ακούμπησα το πράγμα στα πλαϊνά του νεροχύτη.
Έπλενα τα δόντια μου και το διάβαζα, ήταν ένα αριστούργημα. Ξαφνικός πόνος στο στόμα μου, φτύνω, αίμα. Είχα βουρτσίσει τα δόντια μου με τέτοια ορμή που τα ούλα μου μάτωσαν. Έπρεπε να φύγω από εδώ. Τακτοποίησα τα πάντα και βγήκα έξω.
Γυμναστής: Άντε, λίγο ακόμη να αργούσες και θα έλεγα πως χάθηκες στο δρόμο.
Χαμογέλασα με σφραγισμένο στόμα, τα χείλη μου τρίβονται στα καταπονημένα μου ούλα, μορφάζω ασυναίσθητα και επιστρέφω στη θέση μου.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Δεν έβλεπα τη στιγμή να πάω σπίτι μου και να διαβάσω. Ενθουσιασμένη σχεδόν τρέχω τη διαδρομή. Ο Ορφέας πρέπει να κάνει το ίδιο γιατί είναι ακριβώς δίπλα μου.
Έρικα: Τι συμβαίνει;
Ορφέας: Σήμερα υποτίθεται πως θα βγούμε οικογενειακώς, δεν πρέπει να αργήσω.
Με τη διακριτικότητα που τον χαρακτηρίζει απέφυγε να με ρωτήσει το ίδιο και αλλάζει πεζοδρόμιο. Καθώς έχει φτάσει πρώτος στη πολυκατοικία πρέπει να περιμένω να κατέβει το ασανσέρ ξανά σε εμένα.
Πηδάω μέσα και ξαναβλέπω τον Ορφέα να παραληρεί.
Ορφέας: Άργησα, έχω αργήσει πολύ...
Φεύγει τρεχάτος από τη πολυκατοικία. Πώς κάνει έτσι, και τι έγινε να αργήσει και δέκα λεπτά, η οικογένειά του τον περιμένει, όχι η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας. Κάθομαι αναπαυτικά και αφήνομαι έρμαιο στα χέρια των πύρινων βελών και του πράγματος.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Και τέλος. Όχι δε μπορεί, δε πρέπει να έχει περάσει ούτε ένα εικοσάλεπτο από τη στιγμή που ξεκίνησα. Δεν είναι δυνατόν, θέλω κι άλλο. Απεγνωσμένα κοιτάζω τη τελευταία σελίδα λες και περιμένω να πολλαπλασιαστεί και να με λυτρώσει με τη παρουσία της.
Είναι κενή με το << έ >> γραμμένο επάνω της. Ένας κύριος μπαίνει στο ασανσέρ. Παράξενο αυτός συνήθως έρχεται κατά τις δέκα.
Έρικα: Συγγνώμη, κύριε, τι ώρα είναι;
Κύριος: Δέκα και τέταρτο.
Έρικα: Ευχαριστώ!
Αυτό είναι απίστευτο, νόμιζα ότι ήταν περίπου εννιά παρά. Θα πάω για ύπνο, πρέπει να είμαι φρέσκια αύριο για τη μικρή μου αποστολή.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Επιτέλους μπορώ ελεύθερα να κοιμηθώ! Μέχρι και τις δέκα-μισή δεν είχα ξυπνήσει που πάει να πει ένα γεμάτο δωδεκάωρο. Όταν ανοίγω τα βλέφαρά μου είμαι απόλυτα χαρούμενη και ξεκούραστη. Ναι σήμερα είναι η τέλεια μέρα!
Φεύγω για να πάω στο σπίτι του πατέρα μου, αν λείπει θα κάνω ένα μπάνιο και θα βάλω και πλυντήριο. Περπατάω στο διάδρομο και τότε ακούω τσιρίδες. Κάποιος κλαίει σπαρακτικά, από πού ακούγεται;
Από το σπίτι της Νάντιας, χωρίς να το πολυσκεφτώ χτυπάω κατευθείαν το κουδούνι τους. Μου ανοίγει ο κύριος Ιάσονας.
Έρικα: Γεια...
Η Νάντια σωριάζεται στα χέρια μου, κλαίει απαρηγόρητη.
Νάντια : Έρικα, η μαμά μου... είναι στο νοσοκομείο.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Το Ασανσέρ
Ficção AdolescenteΈρρικα: Φύγε τώρα από εδώ! Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Η δύναμη της φράσης μου να είναι τόσο μεγάλη που να πραγματοποιείται αυ...