Εισχωρώ σχεδόν αθόρυβα. Ένα δυνατό κύμα ναυτίας με χτυπά. Θα κάνω εμετό. Έρικα συγκεντρώσου πρέπει να μείνεις προσηλωμένη στο στόχο σου. Βαθιά αναπνοή και κατεύθυνση προς το ψυγείο. Με ένα τράβηγμα του πόμολου αποκαλύπτεται τι θα είναι αυτό που θα αποτελέσει το μεσημεριανό μου.
Λίγες φέτες ψωμί και ένα κομμάτι στερεό βούτυρο. Νομίζω πως αυτά, μου κάνουν. Θα χρειαστώ όμως και ένα μαχαίρι για να αλείψω το βούτυρο στο ψωμί... Ανοίγω το συρτάρι κάπως απρόσεκτα κάνοντας ένα βαθύ θόρυβο που έσπασε τη σιωπή.
Πατέρας: Τι κάνεις εσύ εδώ; Ήρθες να με κλέψεις την ώρα που κοιμάμαι;!
Η ναυτία πιο δυνατή από ποτέ, το άγχος μου να με έχει κάψει. Έρχεται σε εμένα και η φλόγα του άγχους εξαπολύεται στα άκρα μου. Μηχανικά αρπάζω το μαχαίρι, το βούτυρο, το ψωμί...
Πατέρας: Άχρηστο γουρούνι! Εσύ φταις ρε! Αν δεν είχες γεννηθεί η γυναίκα μου θα ήταν ζωντανή τώρα!
Μεγάλες δρασκελιές εναντίον μου, με αρπάζει από το μαλλί.
Έρικα; Φύγε! μη με ακουμπάς.
Ξεφωνίζω. Πονάω, πονάω πολύ.
Πατέρας: Εσύ φταις, Εσύ! Εσύ! Εσύ!
Το μαλλί μου ταλαντώνεται στη γροθιά του, προσγειώνει το κεφάλι μου με δύναμη στα ράφια του ανοιχτού ψυγείου.
Έρικα: Άσε με!
Ουρλιάζω, το αίμα μου τρέχει με ακαθόριστο ρυθμό μέσα στις φλέβες μου, μπορώ να το νιώσω σε κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Ένα ακόμη δυνατό χτύπημα έρχεται συνοδευόμενο από φωνές και βρισιές. Ζαλίζομαι ισχυρά, είμαι έτοιμη να χάσω τις αισθήσεις μου.
Ο σβέρκος μου είναι υγρός, καλυμμένος από μία γλιστερή ουσία αγνώστου προελεύσεως. Το μεταλλικό αυτό υγρό κυλάει στη πλάτη μου και εκείνος ωρύεται.
Πατέρας: Δολοφόνε! Εσύ τη σκότωσες.
Ρυθμικά συνέχισε να με χτυπάει. Πρώτα στο κεφάλι μου στα ράφια και μετά στη ψυχή μου με τις βρισιές του. Κλείνω τα μάτια μου. Χτύπημα, βρισιές, χτύπημα... Τώρα! Τον κλοτσάω με την ελάχιστη δύναμη που μου απέμεινε, ξαφνιάζεται προς στιγμήν και εγώ << κλέβω >> το μεσημεριανό μου και το μαχαίρι και τρέχω έξω στο διάδρομο.
Φέρνω το χέρι μου στο σβέρκο μου μόνο για να ανακαλύψω πως η ουσία είναι αίμα που κυλάει κολλώντας τα μαλλιά μου μεταξύ τους. Αυτός πίσω μου να τρέχει για να με προφτάσει, να με χτυπήσει κιάλο.
Το ασανσέρ να ανεβαίνει, είναι σχεδόν εδώ.
Πατέρας: Είσαι δολοφόνος! Θα σε τιμωρήσω όπως σου πρέπει.
Το χέρι του υψώνεται στον αέρα, οι πόρτες ανοίγουν, μπαίνω μέσα, το χέρι του κατεβαίνει με φόρα χτυπώντας το κενό.
Ευρυδίκη: Γεια σας κύριε Γεράσιμε!
Κανείς μας δεν είχε προσέξει πως μέσα στο ασανσέρ βρισκόταν η οικογένεια του διπλανού διαμερίσματος. Ο πατέρας χαμογελά απρόθυμα και αποχωρεί. Πέφτω πίσω ζαλισμένη γεμάτη από αίμα.
Η οικογένεια πάει στο διαμέρισμά της και οι πόρτες με ασφαλίζουν. βγάζω τη μπλούζα που φοράω αφού είχε πάρει μία απεχθής κοκκινωπή απόχρωση. Την πιέζω ενάντια στην πληγή και με σκουπίζω πρόχειρα.
Είναι η ώρα να ανταμείψω το στομάχι μου με το φαγητό που είχα επάξια κερδίσει.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Το Ασανσέρ
Genç KurguΈρρικα: Φύγε τώρα από εδώ! Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Η δύναμη της φράσης μου να είναι τόσο μεγάλη που να πραγματοποιείται αυ...