Νάντια: Πάω να συναντήσω κάτι φίλους, έρχεσαι;
Έρικα: Δεν έχω χρήματα μαζί μου.
Νάντια: Δε θα χρειαστείς. Έλα θα περάσουμε ωραία.
Έρικα: Εντάξει τότε!
Σηκώνομαι, τινάζω, στρώνω τα ρούχα μου και ακολουθώ τη Νάντια όπου και αν πηγαίνει.
Νάντια: Η γιαγιά μου δεν είχε διάθεση για βόλτα, έτσι είπα να βγω μόνη μου μία και συνάντησα εσένα.
Μου χαμογέλασε και με έπιασε από το χέρι χαρούμενα, έκανε μία στροφή γύρω από τον εαυτό της και γέλασε.
Νάντια: Χαίρομαι τόσο πολύ που δε θα είμαι μόνη μου. Θα σε γνωρίσω και στους άλλους μου φίλους.
Δε μπορούσα παρά να συμμεριστώ τη χαρά της με αυτό το χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Είχε νυκτώσει, ευτυχώς αυτή τη φορά δεν είμουν μόνη μου γιατί αλλιώς θα είχα τρομοκρατηθεί.
Αναγνώριζα το δρόμο που με οδηγούσε η Νάντια, σε ένα παρκάκι. Το λευκό φως των λαμπών έρεε και έκανε τα δρομάκια που περνούσαμε να αστράφτουν. Νερό ήταν πιτσιλισμένο σε όλη την επιφάνειά τους, φωνές και δυνατά γέλια άρχισαν να ακούγονται από την άκρη του δρόμου.
Νάντια: Αυτή πρέπει να είναι η παρέα μου.
Μου τράβηξε ευγενικά το χέρι και άρχισε να με οδηγεί γρήγορα πιο βαθιά μέσα στους δρόμους. Ακολουθούσαμε τις φωνές αυτές μας φέρανε στο πάρκο.
Ρένα: Επιτέλους ήρθες! Ποια είναι αυτή μαζί σου;
Πλησιάσαμε τη κοπέλα, καθόταν μαζί με τρία αγόρια και μία ακόμη κοπέλα στα παγκάκια εδώ κι εκεί διάσκορποι. Προτάζω το χέρι μου προς το μέρος της.
Έρικα: Με λένε Έρικα, χάρηκα που σε γνωρίζω.
Το πιάνει και το σφίγγει δυνατά.
Ρένα: Ρένα, είναι φίλη σου.
Νεύει προς το μέρος της Νάντιας.
Νάντια: Ναι.
Πήγαμε και καθίσαμε και εμείς σε ένα από τα παγκάκια του πάρκου. Μιλούσαμε για ώρες, γελάσαμε και ένιωθα επιτέλους πως ήμουν μέρος ενός συνόλου, σα να ήμουν με την οικογένειά που δεν είχα ποτέ μου.
Είχαμε βγει έξω να κάνουμε μία ωραία βόλτα και καταλήξαμε στο πάρκο για να πούμε τα νέα μας, τις ανησυχίες μας και όποια προβλήματα είχαν προκύψει μέσα στην ημέρα ώστε να τα λύσουμε κα να είμαστε ευτυχισμένοι μαζί, ενωμένοι.
Δεν εκπλησσόμουν πως η παρέα της Νάντιας εξέπεμπε τα ίδια ιδανικά με την οικογένειά της. Εκείνη έβγαλε το κινητό της, το άνοιξε, κοίταξε την οθόνη του και το έβαλε ξανά πίσω στη τσέπη της.
Νάντια: Έρικα πρέπει να φύγουμε η ώρα έχει πάει εννιά και μισή.
Ρένα: Μαζί θα φύγετε;
Νάντια: Μένουμε στην ίδια πολυκατοικία.
Ρένα: Τέλειο, και τι δεν θα έδινα για να μένω και εγώ τόσο κοντά με τους φίλους μου.
Τους αποχαιρετίσαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, χαρούμενες και γαλήνιες έχοντας απαλλαχθεί από όσα μας απασχολούσαν. Μοιραστήκαμε μαζί τους τα συναισθήματά μας και έμοιαζαν αν όχι σα να είχαν μειωθεί, σα να είχαν κοπεί στη μέση και τώρα μας βασάνιζαν κατά το ήμισυ μόνο.
Για να καληνυχτίσω τη Νάντια της έκανα μία σφιχτή αγκαλιά, μου είχε λείψει τόσο πολύ αυτή η αίσθηση. Αυτή η μέρα ήταν από τις πιο χαρούμενες που είχα ζήσει εδώ και πολύ καιρό. Κατάκοπη έπεσα για ύπνο στο ασανσέρ μου.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Νάντια: Ξύπνα, κάποιος είναι μέσα στο σπίτι μου.
YOU ARE READING
Το Ασανσέρ
Teen FictionΈρρικα: Φύγε τώρα από εδώ! Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Η δύναμη της φράσης μου να είναι τόσο μεγάλη που να πραγματοποιείται αυ...