Σήμερα ήμουν εγώ αυτή που τη ξύπνησα πρώτη. Πρώτα σηκωθήκαμε κι οι δύο και μετά ακούστηκε ο ήχος του ξυπνητηριού. Ήμουν σιωπηλή όπως και οι υπόλοιποι στο σπίτι, εναρμονιζόμουν με το περιβάλλον.
Έρικα: Μήπως δεν θες να έρθεις σήμερα στο σχολείο; Δεν πειράζει να χάσεις μία μέρα.
Ήταν τα μόνα λόγια που της απήφθηνα.
Νάντια: Όχι...
Δεν ξαναμιλήσαμε άλλη φορά εκείνο το πρωινό. Δεν τολμούσα να της δώσω κάποια υπόσχεση που δε θα μπορούσα να κρατήσω αλλά και να της προσφέρω ελπίδες.. Είχαν χαθεί. Το μόνο που ήξερα ήταν πως έπρεπε να βγάζω από τη μέση τα περιττά προβλήματα.
Θα επισκεπτόμουν τη τράπεζα σήμερα μετά το σχολείο και θα φρόντιζα αυτό το μαρτύριο να τελειώσει τουλάχιστον για αυτή.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Εντόπισα από νωρίς τον Ορφέα και τον κατέστησα υπεύθυνο να γυρίσει σπίτι μαζί με τη Νάντια όσο εγώ θα τελείωνα με τη δουλειά μου στη τράπεζα. Τρέχοντας, και με φόβο ότι δεν θα προλάβω τα ωράριά τους, αρχίζω ένα μαραθώνιο.
Δεν μπορώ να κρατήσω τον εαυτό μου από το να κάνει τη σκέψη για το πόσο καλή θα ήμουν στους αγώνες μετά από τόση προπόνηση. Σχεδόν σε δύο εβδομάδες θα γινόντουσαν και μαζί με τον ενθουσιασμό μας μεγάλωνε και η τελειομανία του γυμναστή.
Από ότι φαίνεται ποτέ δεν είχαμε κερδίσει σε αυτούς τους σχολικούς αλλά τη φετινή χρονιά είχε ένστικτο. Εμείς απλώς έπρεπε να το εμπιστευτούμε. Δεν ξέρω αν του προσέφερα την εμπιστοσύνη μου αλλά την προσέφερα στις ικανότητές μας.
Κατάφερα να διασχίσω τη διαδρομή σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Λαχανιασμένη ακόμα μπαίνω μέσα. Ο κύριος Ιάσονας όπως και είχα προβλέψει δεν είναι εδώ, αλλά δεν μπορούσα να εντοπίσω και κανέναν άλλο από τη συγκέντρωση.
Αφήνω το κατάλληλο ποσοστό της ώρας για να κοιτάξω τον καθένα εκεί χωρίς να φανώ περίεργη. Πίσω από τη γυάλινη επιφάνεια βρήκα τη Στεφανία. Μην έχοντας τη παραμικρή ιδέα για το τι έπρεπε να συζητήσουμε την πλησίασα με αυτοπεποίθηση.
Ευτυχώς τώρα δεν την απασχολούσε κάποιος πελάτης.
Στεφανία: Έρικα; Τι κάνεις εδώ;
Έρικα: Συνειδητοποίησα πως δεν μου έχετε πει τα τηλέφωνά σας, με τα παιδιά είχαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση και θα ήθελα να το επαναλάβουμε, αν φυσικά θα το θέλατε κι εσείς.
Στεφανία: Α, εντάξει. Θα σου τα γράψω τώρα αμέσως σε ένα χαρτί. Έχεις κάνει κάτι; Φαίνεσαι τελείως διαφορετική.
Με κοιτάει με μισό μάτι, η απόφασή μου να έρθω εδώ έτσι ήταν σίγουρα λάθος.
Έρικα: Όχι, τίποτα το ιδιαίτερο.
Στεφανία: Μάλιστα..
Παρατηρώ αμήχανα γύρω, γύρω το χώρο μήπως και δω κάτι που θα μου κινούσε τη φαντασία για μια πιο επικερδής ερώτηση όσο η Στεφανία έγραφε νούμερα σε ίσιες γραμμές δίπλα από ονόματα που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για εμένα.
Δύο θέσεις πιο πέρα μπορούσα να διακρίνω έναν κύριο να μιλάει γυρισμένος προς τα δεξιά σε μία πελάτισα. Κάτι μου θύμιζε, μήπως ήταν ο Ντίνος; Αλλά όχι, κάτι άλλο μου θύμιζε... Η φιγούρα κινείται ελάχιστα προς το μέρος μου και αποκαλύπτει το πάνω μέρος του προσώπου της.
Αυτός ήταν ο μπαμπάς μου!
VOCÊ ESTÁ LENDO
Το Ασανσέρ
Ficção AdolescenteΈρρικα: Φύγε τώρα από εδώ! Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Η δύναμη της φράσης μου να είναι τόσο μεγάλη που να πραγματοποιείται αυ...