Μετά από κανένα μισαωράκι είμαι έτοιμη. Πάω να ελέγξω τη Νάντια, κοιμάται. Πλησιάζω το πρόσωπό της, η ανάσα της ίσα που διακρίνεται αποδυναμωμένη, αχνή. Διορθώνω τα σκεπάσματα επάνω της ήρεμα και πηγαίνω στο σαλόνι τους.
Βγάζω το <<πράγμα>> από τη τσάντα μου και με βαριά καρδιά το αποχωρίζομαι. Ίσως θα μπορούσα... απλώνω το χέρι μου και παίρνω ένα ακόμη βιβλίο από τα πύρινα βέλη αυτή τη φορά μεγαλύτερο. <<Οργή>>.
Ανοίγω τη πρώτη σελίδα και ω.. ναι! Είναι το ίδιο εθιστικό! Το παίρνω μαζί μου και φερόμενη σχεδόν με την άνεση ιδιοκτήτη στο διαμέρισμα, προχώρησα στο δωμάτιο της Νάντιας όπου κάθισα απέναντί της σε μία καρέκλα.
Άφησα τον εαυτό μου να χαθεί στις σελίδες, ο συγγραφέας ήταν υπέροχος. Νομίζω πως βρήκα το καινούργιο μου πάθος, τα πύρινα βέλη.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Νάντια: Δεν έφυγες!
Στρέφω τη προσοχή μου σε εκείνη, είχε ανασηκωθεί και με κοίταζε με μισόκλειστα μάτια. Τα μαλλιά της ήταν αναστατωμένα.
Έρικα: Εννοείται πως δεν έφυγα, αφού μου το ζήτησες.
Νάντια: Σε ευχαριστώ πολύ, είσαι πραγματική φίλη.
Χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν η διάθεσή της είχε αλλάξει από προηγουμένως την παρατηρώ να παίρνει μία αλλαξιά ρούχα από τη ντουλάπα πίσω μου και να εξαφανίζεται στο μπάνιο. Έχω καθίσει εδώ περίπου πέντε ώρες!
Το ρολόι απέναντί μου μού δείχνει ότι είναι τέσσερις το μεσημέρι. Μου μένουν 54 σελίδες για να τελειώσω την οργή, απλώς λάτρεψα αυτό το βιβλίο. Γυρίζει πίσω ξύπνια και ανανεωμένη, μοιάζει ανακουφισμένη αλλά όχι ακόμα πλήρως ευδιάθετη.
Κλειδώνει το βλέμμα της στο δικό μου, τα μάτια της πρησμένα όπως πάντα.
Νάντια: Πήγε τέσσερις ε; Ο μπαμπάς μου δεν έχει έρθει ακόμα. Περίεργο, υποσχέθηκε να μας φέρει μεσημεριανό.
Το βλέμμα μου τη διερευνά αδιάκριτα.
Νάντια: Είμαι καλά τώρα. Ξεκουράστηκα και μάζεψα τη δύναμη που χρειάζομαι για να το αντιμετωπίσω. Συγγνώμη για το ξέσπασμά μου πριν.... Πάω να καλέσω τον πατέρα μου, έχω πραγματικά πεθάνει της πείνας!
Δεν είχα πειστεί απόλυτα αλλά δεν ήθελα και να τη πιέσω κιόλας, έτσι επέστρεψα στην ανάγνωση της Οργής. Αλήθεια είχε μία πολύ ιδιαίτερη οπτική γωνία. Δεν ξέρεις αν ο συγγραφέας είναι αυτός που διηγείται τις απόψεις του ή χρησιμοποιεί κάποιο χαρακτήρα.
Ακούγονται κλειδιά στη πόρτα.
Νάντια: Έρικα έλα ήρθε ο πατέρας μου!
Αφήνω το βιβλίο ανοιχτό ανάποδα στη καρέκλα και πάω στη κουζίνα τους. Ο κύριος Ιάσονας κρατούσε ένα μεγάλο κουτί από πίτσα.
Ιάσονας: Σε ευχαριστώ που πρόσεξες τόσο καλά τη Νάντια Έρικα. Ελάτε, η πίτσα αυτή είναι όλη δικιά σας, εγώ τσίμπησα κάτι στο δρόμο.
Η Νάντια ανοίγει το κουτί και χρησιμοποιεί τις χαρτοπετσέτες στα χέρια της ως προστατευτικά καλύμματα από τη κόκκινη σάλτσα. Κάνω κι εγώ το ίδιο, η πίτσα είναι ζεστή, φαίνεται ότι τη πήρε μόλις τώρα από το κατάστημα, πράγμα για το οποίο τον συγχαίρω, είναι πεντανόστιμη!
Ο κύριος Ιάσονας μας μιλάει λίγο περί ανέμων και υδάτων και μετά μας αφήνει μόνες μας ενώ εκείνος πάει να παρακουλουθήσει λίγη τηλεόραση στο σαλόνι. Από τη στιγμή που την έχω γνωρίσει έχω νιώσει τη ποιότητα της ζωής μου να αλλάζει σημαντικά.
Είναι αυτή που συνέχεια με ευχαριστεί ή μου λέει συγγνώμη ενώ στη πραγματικότητα εγώ αισθάνομαι να της χρωστάω πολλά για ότι έχει κάνει για εμένα. Είναι μία καλόκαρδη κοπέλα που δυστυχώς τη βρήκαν πολλά προβλήματα μαζεμμένα.
Η πίτσα εξαφανίζεται μέσα στα στομάχια μας και το κουτί μένει άδειο. Πετάμε της χαρτοπετσέτες και η Νάντια τσαλακώνει το κουτί για να χωρέσει και αυτό στον κάδο δίπλα τους.
Νάντια: Ας πάμε τώρα στο δωμάτιό μου, μη ξεχνάς ότι έχουμε να κάνουμε μία σημαντική μεταμόρφωση!
BINABASA MO ANG
Το Ασανσέρ
Teen FictionΈρρικα: Φύγε τώρα από εδώ! Ουρλιάζω, νιώθω τον λαιμό μου να καίει. Η φωνή μου να αναδύεται από τα βάθη των πνευμονιών μου και σαν μυρμήγκιασμα να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Η δύναμη της φράσης μου να είναι τόσο μεγάλη που να πραγματοποιείται αυ...