Είναι φιγουρατζής

12 6 0
                                    

Έπρεπε να κρυφτώ γρήγορα πριν με δει. Ο κίνδυνος κυρίευσε το κορμί μου, είχα βρεθεί τόσες φορές αντιμέτωπη με αυτό που το σώμα μου είχε δημιουργήσει ένα καινούργιο και διαφορετικό συναίσθημα όταν τον αντίκρυζα.

Στεφανία: Ορίστε!

Έρικα: Ευχαριστώ.

Σφίγγω στη χούφτα μου το χαρτί, κατατρομοκρατημένη. Αν έφευγα τώρα πολύ πιθανόν να με παρατηρήσει. Κοιτάζω την αντίθετη πλευρά. Έχει μία πόρτα, οι τουαλέτες! Βιαστικά χαιρετώ τη Στεφανία και εξαφανίζομαι σε αυτές.

Από τη πρώτη στιγμή καταλαβαίνω πως κάτι πάει πολύ λάθος σε αυτό το μέρος. Και ναι, είχα μπει στις αντρικές. Ήδη άκουγα φωνές από έξω. Μπήκα μέσα σε μία καμπίνα, έπρεπε να σκεφτώ κάτι γρήγορα.

Αν με έβρισκαν εδώ θα νόμιζαν ότι είμαι ανώμαλη ή κάτι παρόμοιο. Πάντως σίγουρα θα με πετούσαν έξω. Δεν ήξερα το επάγγελμά του, αλλά δεν φανταζόμουν πως ήταν τραπεζικός και μάλιστα στη συγκεκριμένη τράπεζα!

Βλέπω το χαρτί στο χέρι μου, από το άγχος μου τώρα δείχνει μίζερο τσαλακωμένο σε μία μπαλίτσα. Έτσι όπως είναι το ρίχνω μέσα στη σάκα μου. Είναι αυτή άραγε η ζωή που μου αξίζει; Δεν μπορούσα να θυμηθώ το πιο σοβαρό μου αμάρτημα που με έκανε να τα υποφέρω όλα αυτά.

Ξέσπασα σε κλάμματα, έπρεπε τα συναισθήματά μου να βρούνε μία δίοδο για να φύγουν από τη ψυχή μου αλλιώς θα εκρυγνυόμουν. Αναζητώ στα τυφλά τη μανία. Με ηρεμεί να τη διαβάζω, είναι σαν κάποιος άλλος να χρειάζεται να πάρει τις αποφάσεις μου για εμένα.

Σκούπισα τα δάκρυά από τα μάτια μου και με τρεμάμμενα χέρια γύρισα τη σελίδα, η σχέση που είχα με αυτά τα βιβλία ήταν εξάρτησης. Έψαχνα απαντήσεις μέσα τους που δεν μποορούσαν να μου δώσουν πρακτικά με αυτό τον τρόπο.

Απαιτούσα να πάρω αγάπη και μίσος από τα βιβλία, απαιτούσα να αισθανθώ. Ένας κύριος ανοίγει τη βρύση. Πάντα ήμουν παρατηρητής και αυτό δεν αλλάζει εύκολα, σχεδόν ακούσια σκύβω το κεφάλι μου και το πηγαινοφέρνω αριστερά και δεξιά μέχρι να βρω τη κατάλληλη κλίση. Μπορώ να δω μέσα από τη χαραμάδα το πρόσωπό του.

Αυτός ήταν ο στριφνός κύριος που δεν μπόρεσα να του μιλήσω ακόμη και τώρα φαινόταν σκυθρωπός. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα ο Γρηγόρης με τον Ντίνο, δεν φαινόταν να έρχονται από ανάγκη εδώ, πιο πολύ για να μιλήσουν.

Γρηγόρης: Ρε ξέρεις ποια ήρθε στη Στεφανία για να ζητήσει τα τηλέφωνά μας; Η Έρικα.

Ντίνος: Έλα, αυτή από τη συνάντηση.. Ευτυχώς υπάρχει και ένα αξιόλογο άτομο που θέλει να προστεθεί στον κύκλο μας.

Ο κατσούφης αποχωρεί χωρίς να τους δώσει σημασία, δεν πρέπει να γνωρίζονται, άρα δεν είναι και μέσα στους υπόπτους μου. Προστατευτικά τοποθετώ το βιβλίο στη θέση του.

Γρηγόρης: Ξέρεις αυτός ο ηλίθιος θέλει να βγούμε πάλι το Σάββατο.

Ντίνος: Εγώ δεν ξαναβγαίνω με τον Ιάσονα, δεν τον αντέχω. Εσείς κάντε ότι νομίζετε..

Γρηγόρης: Σιγά μην βγούμε να τον ακούμε να αγορεύει για τα βιβλία του. Λες και ενδιαφερόμαστε για αυτά, είναι τελείως φιγουρατζής.

Χασκογελάνε. Αν δεν το έχουνε κάνει αυτοί ποιός το έχει κάνει. Οι έρευνές μου ήταν άκαρπες. Ένιωθα ότι έπεφτα σε τοίχο. Αυτοί απομακρύνθηκαν και βγήκα και εγώ έξω, υπήρχε και πίσω πόρτα εδώ. Άραγε ήταν ανοιχτή;


Το ΑσανσέρWhere stories live. Discover now